
Μέσα στον αναβρασμό μιας ενεργειακής κρίσης που μαίνεται χωρίς να φαίνεται κάποιο δείγμα αποκλιμάκωσης στον ορίζοντα, η Ευρώπη ψάχνει να βρει το ενεργειακό της αποκούμπι.
Το σχέδιο της ΕΕ, ως γνωστόν, στοχεύει στην πλήρη απανθρακοποίηση μέχρι το 2050. Αυτό πρακτικά επιβάλει αποκλειστική ενεργειακή τροφοδότηση από ΑΠΕ και πλήρη κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Σύσσωμα τα ΕΣΕΚ των Ευρωπαϊκών χωρών συγκλίνουν στην επιδότηση και την διευκόλυνση της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας. Το πετρέλαιο, ο άνθρακας και ο λιγνίτης έχουν από καιρό αποκηρυχθεί ως ρυπογόνα και επιζήμια για το περιβάλλον και τους ανθρώπους, ενώ το φυσικό αέριο χαίρει μεγαλύτερης επιείκειας, ως λιγότερο επιβαρυντικό. Εξ ου και ο ρόλος του ως μεταβατικό καύσιμο, μέχρι την πραγμάτωση του ηλεκτρικού ονείρου, όταν θα έρθει και η δική του κατάργηση.
Φυσικά, οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να μην έχουν πολέμιους και υποστηρικτές, ωστόσο η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση καθώς τόσο η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ όσο και η χρήση ορυκτών καυσίμων εμπεριέχουν δυσκολίες, προτερήματα και μειονεκτήματα.
Επιπλέον, στο τελικό σχέδιο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ που παρουσιάστηκε επίσημα από την κυβέρνηση τον Οκτώβριο και δημοσιεύθηκε επίσημα σε ΦΕΚ τον περασμένο Δεκέμβριο, προβλέπεται ρητά η απαγόρευση χορήγησης κινήτρων για τη χρήση φυσικού αερίου, η οποία ουσιαστικά είχε δρομολογηθεί ήδη με ΦΕΚ που εκδόθηκε τον Μάιο του 2022. Το ΦΕΚ, μεταξύ πολλών άλλων, όριζε την επικείμενη κατάργηση της ευρωπαϊκής επιδότησης των καυστήρων φυσικού αερίου, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου του 2025.
Την ίδια στιγμή που περιθωριοποιείται η οικιακή χρήση του αερίου, τα στατιστικά στοιχεία χρήσης και εισαγωγών δείχνουν πως η αυξημένη χρήση προέρχεται κυρίως από την ηλεκτροπαραγωγή. Ο ρόλος του αερίου δηλαδή είναι πολύ κομβικός για μια βιομηχανία σαφώς πιο ενεργοβόρα από τα νοικοκυριά. Θα είχε νόημα λοιπόν να δούμε πως μπορεί να λειτουργήσει η προσπάθεια αποδυνάμωσης του φυσικού αερίου, σε συνάρτηση με τα πραγματικά δεδομένα, αλλά και να διερευνήσουμε τις εναλλακτικές οδούς.
Η χρήση του φυσικού αερίου σήμερα
Εν μέσω σημαντικών εξελίξεων υποδεχθήκαμε το 2025, κρατώντας όμως πλήθος εξαγγελιών, καθησυχαστικών δηλώσεων και προσδοκιών ανά χείρας. Ήδη μέσα στο πρώτο μισό του Ιανουαρίου οι ενεργειακές μας προσδοκίες διαψεύστηκαν, καθώς το ρεύμα παραμένει στα ύψη, ενώ οι αποθήκες φυσικού αερίου της ΕΕ αδειάζουν και οι τιμές του αερίου εκτοξεύονται.
Παρά την διαβεβαίωση της Κομισιόν πως ο ανεφοδιασμός με μη ρωσικό αέριο και LNG έχει εξασφαλιστεί από εναλλακτικές πηγές, η θηλιά γύρω από το λαιμό της ΕΕ σφίγγει, καθώς η εκλογή του Τραμπ μπορεί να επηρεάσει τις γεωπολιτικές ισορροπίες, δεδομένης της φιλικής σχέσης που διατηρεί με την Ρωσία. Άλλωστε, βαρύνουσας σημασίας είναι και η απόφαση της Gazprom να διακόψει την ροή αερίου προς την Ουκρανία (κατά συνέπεια και την Ευρώπη), τερματίζοντας μια συμφωνία που κρατάει από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.
Επικρατεί δηλαδή ένα κλίμα γενικευμένης αβεβαιότητας, καθώς η πλήρης αξιοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής σκοντάφτει στο ζήτημα της αποθήκευσης, αυξάνοντας έτσι τη χρήση φυσικού αερίου, το οποίο ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό προερχόταν (και εξακολουθεί να προέρχεται) από την Ρωσία.
Πρόσφατα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ σημείωσαν αυξημένες ανάγκες σε αέριο στη διάρκεια του 2024, με την κατανάλωση να εκτινάσσεται σε 30,03% για τη βιομηχανία και 17,7% για τους οικιακούς καταναλωτές, σε σχέση με το 2023. Είναι αυταπόδεικτο λοιπόν, πως βρισκόμαστε πολύ μακριά από την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, ίσως και πιο μακριά απ’ ότι μπορούσαμε να προβλέψουμε.
Ενδεικτική είναι η χρόνια εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο μέχρι πρόσφατα. Γεγονός πραγματικά αξιοπερίεργο, αν αναλογιστούμε, τόσο ότι η Γερμανία, τουλάχιστον μέχρι πρότινος , αποτελούσε την κραταιότερη βιομηχανία της ΕΕ και μία απ’ τις ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο. Παράδοξο να βασίζεται ένα πολύ μεγάλο μέρος της ενεργειακής επάρκειας της Γερμανίας, στην συμβολή μιας δύναμης που δεν είχε ποτέ ουσιαστικά φιλικές σχέσεις με την ΕΕ.
Αέριο ή ρεύμα;
Ένα ζητούμενο της συγκεκριμένης κουβέντας, είναι το κατά πόσο συμφέρει τελικά η στροφή στο ρεύμα. Ή μάλλον, πιο σωστά, κατά πόσο η αποκοπή από το φυσικό αέριο είναι ενεργειακά, περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμη.
Απ’ τη μία έχουμε το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι ΑΠΕ. Οι προβλεπόμενες άδειες εγκατάστασης έχουν ουσιαστικά υπερκαλυφθεί, ωστόσο υπάρχουν δύο σοβαρά ζητήματα, τα οποία ουσιαστικά εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση των ωφελειών από τους καταναλωτές.
Αφενός το αίτημα εγκατάστασης μονάδων αποθήκευσης είναι επιτακτικό, για την αποσυμπίεση του ενεργειακού κόστους που επωμίζονται οι καταναλωτές. Η αποθήκευση όμως είναι μια δαπανηρή επένδυση που οι παραγωγοί ανανεώσιμης ενέργειας δεν έχουν ουσιαστικό λόγο να χρηματοδοτήσουν, δεδομένου του ότι έχουν εναλλακτικούς τρόπους πώλησης του ρεύματος. Γι’ αυτό έχουν οριστεί και κρατικές επιδοτήσεις για την αποθήκευση, με προγράμματα όπως το “Συστήματα αποθήκευσης στις επιχειρήσεις” κλπ.
Αφετέρου έχουμε και το μικρότερης κλίμακας ζήτημα, το λεγόμενο «Dunkelflaute». Πρόκειται δηλαδή, για μια καιρική συγκυρία κατά την οποία δεν μπορούν να παραχθούν σημαντικές ποσότητες αιολικής και ηλιακής ενέργειας, καθώς δεν υπάρχει ούτε ήλιος ούτε άνεμος. Αυτό, φυσικά, συνεπάγεται μειωμένη παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας, οδηγώντας στα ύψη τις τιμές του ρεύματος. Ευτυχώς βέβαια, η χώρα μας δεν πάσχει από τέτοιες ελλείψεις το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, με εξαίρεση τις νύχτες του καλοκαιριού που υπάρχει αρκετή άπνοια.
Αδιαμφισβήτητα η ανανεώσιμη ενέργεια έχει το μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ενώ αποτελεί και μια από τις οικονομικότερες ενεργειακές λύσεις, όσον αφορά την κατανάλωση. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε πως οι λύσεις θέρμανσης που λειτουργούν με ρεύμα όπως είναι οι αντλίες θερμότητας, αποτελούν επένδυση λόγω του κόστους εγκατάστασης τους. Παρόλα αυτά, αποτελούν πολύ αποδοτική λύση, συν του ότι εντάσσονται σε κρατικά προγράμματα επιδότησης όπως το “Εξοικονομώ 2025”, το “Αλλάζω θέρμανση και θερμοσίφωνα” κ.α.
Απ’ την άλλη, το φυσικό αέριο είναι ένα καύσιμο το οποίο υπάρχει σε αφθονία στη φύση και είναι ευκολότερα αξιοποιήσιμο, σχεδόν στην φυσική του μορφή. Την θέση του μεταβατικού αερίου την κατέκτησε ως εύκολα προσβάσιμο καύσιμο, επαρκώς οικολογικό ώστε να αντικαταστήσει το λιγνίτη. Σίγουρα, αποτελεί καλύτερη λύση, ωστόσο δεν έχουν λείψει και τα στοιχεία που αμφισβητούν την οικολογική φύση του αερίου, επικαλούμενα κυρίως τους ατμοσφαιρικούς ρύπους που παράγει η καύση τους (ακόμη κι αν είναι λιγότεροι από τα άλλα ορυκτά), και τον ρυπογόνο τρόπο εξόρυξης τους. Τα στοιχεία για το περιβαλλοντικό κόστος της χρήσης αερίου είναι αδιαμφισβήτητα, όπως αδιαμφισβήτητα όμως είναι και τα προτερήματα του. Για αρκετά χρόνια το αέριο αποτελούσε μια αρκετά οικονομική και σταθερή ενεργειακή λύση, ενώ οι εγκαταστάσεις του είναι σαφώς οικονομικότερες από αυτές των τεχνολογιών που αξιοποιούν το ρεύμα και εξακολουθεί να αποτελεί ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο του λιγνίτη, έστω και προσωρινά.
Εν κατακλείδι
Ως συνήθως, η απάντηση στο δίλημμα που τίθεται δεν μπορεί να είναι ούτε απόλυτη ούτε κάθετη.
Σαφώς και η αποκλειστική εξάρτηση από την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ αφορά ένα ιδανικό σενάριο όσον αφορά τη βιώσιμη αξιοποίηση και παραγωγή ενέργειας. Επίσης, δεδομένου πάντα και του “διαζυγίου” με τη Ρωσία καθώς και της εκλογής Τραμπ, φαίνεται πως η μέγιστη δυνατή αποστασιοποίηση από το αέριο αποτελεί μια ενεργειακά σταθερότερη επιλογή.
Συσχετίζοντας όμως αποφάσεις που επενδύουν περαιτέρω στις ΑΠΕ, με τα στατιστικά χρήσης και εισαγωγών αερίου, διαπιστώνουμε πως πρόκειται για μια ενεργειακή πολιτική δύο ταχυτήτων.
Απ’ τη μία η ευρωπαϊκή ενεργειακή γραμμή προχωράει ολοταχώς προς την ολική κατάργηση του αερίου, απ’ την άλλη όμως τα εθνικά δεδομένα φανερώνουν πως η χρήση του αερίου είναι ακόμα διάχυτη, τόσο σε βιομηχανικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο οικιακών καταναλωτών.
Αν κρίνουμε αντικειμενικά το “ενεργειακό σήμερα” της χώρας, θα δούμε πως το ελληνικό δίκτυο δεν διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για να απορροφήσει την απαιτούμενη ποσότητα ρεύματος από ΑΠΕ για να καλυφθούν οι ανάγκες. Το έργο της αποθήκευσης ενέργειας βρίσκεται σε αρκετά πρώιμο στάδιο, ώστε να μην θεωρείται επαρκές.
Αναμφίβολα, οι κρατικές επιδοτήσεις, στρώνουν τον δρόμο της πράσινης μετάβασης, μακροπρόθεσμα. Ίσως όμως ο εξοστρακισμός του αερίου να μην βρίσκει την ελληνική πραγματικότητα αρκετά ώριμη ώστε να την ενσωματώσει αρμονικά.
Πιθανώς ένα ενεργειακό μίγμα που περιλαμβάνει κυρίως ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ, μικρότερη (αλλά όχι μηδαμινή) συμμετοχή του φυσικού αερίου και ακόμη μικρότερη συμμετοχή του λιγνίτη και των συναφών ορυκτών, να είναι μια πιο ισορροπημένη πολιτική, απ’ όλες τις απόψεις.
Το ερώτημα με το οποίο αξίζει να κλείσουμε είναι το ποιος θα πληρώσει το τίμημα της ενεργειακής κρίσης, σε κάθε περίπτωση. Μέχρι στιγμής το οικονομικό βάρος το επωμίζονται οι καταναλωτές, οι οποίοι (όπως αποδεικνύεται από πρόσφατη έρευνα) δαπανούν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους στην κάλυψη ενεργειακών λογαριασμών. Είναι ασφαλές να πούμε λοιπόν πως οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη συνέχεια, οφείλουν να έχουν ως προτεραιότητα την οικονομική αποφόρτιση των καταναλωτών.
Πηγή: https://news.b2green.gr/55266/η-ευρώπη-ανάμεσα-σε-απε-φυσικό-αέριο
Recommended Comments
There are no comments to display.
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε ένα σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΕίσοδος
Έχετε ήδη λογαριασμό? Συνδεθείτε εδώ.
Είσοδος Τώρα