Στα ψιλά της γραφειοκρατίας, μέσα σε χιλιάδες σελίδες του Κτηματολογίου, κρύβεται μία από τις πιο καλοσχεδιασμένες και διαχρονικές απάτες της τελευταίας δεκαετίας. Μια μέθοδος που εξελίσσεται αθόρυβα, κάτω από τη μύτη των Αρχών, αξιοποιώντας τα τυφλά σημεία του νόμου και τις παθογένειες ενός κρατικού συστήματος που λειτουργεί αργά και άνισα. Μια απάτη που, όπως όλα δείχνουν, δεν αφορά μία μόνο περιοχή αλλά αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, με επίκεντρο τα περιζήτητα «φιλέτα» – παραθαλάσσια ακίνητα, εκτάσεις σε νησιά, οικόπεδα σε τουριστικές ζώνες ή σε ακριβές αστικές περιοχές όπως η Γλυφάδα, η Βούλα, η Κηφισιά, η Ρόδος, η Σαντορίνη, η Μύκονος. Εκεί που η σιωπή ενός παλιού ιδιοκτήτη ή η απουσία ενός κληρονόμου μετατρέπεται σε χρυσή ευκαιρία για επιτήδειους. Η μέθοδος δεν έχει θόρυβο. Δεν χρειάζονται ούτε σπασμένες πόρτες, ούτε ψεύτικα πληρεξούσια, ούτε βιαστικές κινήσεις. Το μόνο που χρειάζεται είναι χρόνος, γνώση του συστήματος και οι σωστές διασυνδέσεις. Ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας είναι η πληροφορία. Μέσα στο Κτηματολόγιο -ή καλύτερα μέσω συγκεκριμένων υπαλλήλων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα- εντοπίζονται ακίνητα τα οποία έχουν καταγραφεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». ρόκειται για περιουσίες που ενώ κτηματογραφήθηκαν, δεν δηλώθηκαν εμπρόθεσμα από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Συχνά οι λόγοι είναι ανθρώπινοι: ηλικιωμένοι που πέθαναν χωρίς διαθήκη ή κληρονόμους που να γνωρίζουν την ύπαρξη του ακινήτου, Έλληνες του εξωτερικού που δεν ενημερώθηκαν ποτέ για τη διαδικασία, διαλυμένες οικογένειες, ακίνητα χωρίς τίτλους ή με προβληματικά συμβόλαια. Αφού εντοπιστεί το ακίνητο, ξεκινά η δεύτερη πράξη. Κάποιος εμφανίζεται και καταθέτει αίτημα διόρθωσης της αρχικής εγγραφής. Με τη συνδρομή δικηγόρου, υποστηρίζει ότι κατέχει το ακίνητο επί σειρά ετών και ζητά να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, επικαλούμενος χρησικτησία. Συνήθως παρουσιάζονται πλαστά ή μεθοδευμένα «στοιχεία»: έγγραφα που δείχνουν ότι πληρώνει ΕΝΦΙΑ, λογαριασμούς ΔΕΗ, φωτογραφίες περίφραξης, ίσως και ψευδομάρτυρες που καταθέτουν ότι «ο κύριος το έχει από το ’95». Αλλά η αληθινή παγίδα στήνεται στο επόμενο βήμα. Τότε εμφανίζεται ένας δεύτερος διεκδικητής. Δεν είναι τυχαίος. Είναι μέλος του ίδιου κυκλώματος και έχει έναν μόνο σκοπό: να ξεκινήσει αντιδικία. Να δημιουργηθεί δηλαδή δικαστική διαδικασία – με την ψευδαίσθηση μιας πραγματικής διαμάχης για το ακίνητο. Η υπόθεση οδηγείται στα δικαστήρια. Ξεκινά ένας δικαστικός μαραθώνιος, που μπορεί να κρατήσει χρόνια, με ενστάσεις, εφέσεις, αναβολές και μαρτυρίες. Στο τέλος, όποιος κι αν δικαιωθεί -ο πρώτος ή ο δεύτερος- το αποτέλεσμα είναι ίδιο: υπάρχει πια τίτλος. Μια αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η οποία αναγνωρίζει ως κύριο του ακινήτου ένα από τα δύο μέλη του κυκλώματος. Κανείς δεν θα ρωτήσει πώς ξεκίνησε αυτή η διαμάχη. Κανείς δεν θα ερευνήσει αν υπήρξε πραγματική διεκδίκηση ή θεατρική παράσταση για τα μάτια της Δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που υπάρχει τίτλος, το ακίνητο καθίσταται εμπορεύσιμο. Μπορεί να μεταβιβαστεί, να πουληθεί σε τρίτους, να γίνει αντικείμενο επένδυσης. Ο επίδοξος αγοραστής -ή πολλές φορές ένας ανυποψίαστος επενδυτής- αποκτά ένα «φιλέτο», στηριζόμενος σε καθαρά χαρτιά, χωρίς ποτέ να γνωρίζει το βρόμικο παρασκήνιο. Ετσι μεταφέρονται περιουσίες εκατομμυρίων ευρώ, νόμιμα στα χαρτιά, παράνομα στην ουσία. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι η μέθοδος αυτή δεν αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν πως πρόκειται για ένα ευρύ δίκτυο, ένα παρασκηνιακό σύστημα με γνώση των διαδικασιών, παρουσία σε πολλές περιοχές και -ενδεχομένως- εσωτερικές άκρες. Υπάλληλοι σε κτηματολογικά γραφεία, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και ψευδομάρτυρες συνεργάζονται σιωπηλά για να συνθέσουν το τέλειο σκηνικό. Είναι μια μορφή εγκλήματος «λευκού κολάρου», που αφήνει πίσω του καθαρές αποφάσεις, χαμόγελα σε υποθηκοφυλακεία και ένα κράτος θεατή. Ηδη, δύο υποθέσεις στη Γλυφάδα με συνολική αξία 14 εκατ. ευρώ φανερώνουν πως το σενάριο επαναλαμβάνεται αυτούσιο, με μόνο διαφοροποιημένο το όνομα του πρωταγωνιστή. Αλλά τα πρόσωπα είναι τα ίδια – ή έστω πολύ γνώριμα μεταξύ τους. Η σιωπή του Κτηματολογίου, η αδυναμία των ιδιοκτητών να διεκδικήσουν έγκαιρα και η δικαστική αναγνώριση μιας δήθεν «χρησικτησίας», μετατρέπονται σε τρίπτυχο υφαρπαγής. Κι όσο το κράτος δεν παρεμβαίνει, όσο δεν γίνεται έλεγχος στους τίτλους που προκύπτουν από τέτοιες αντιδικίες, η χώρα θα συνεχίσει να χάνει τα πιο πολύτιμα κομμάτια της – αθόρυβα, με σφραγίδες, με αποφάσεις, με νόμιμο μανδύα. Τα ακίνητα της ΓλυφάδαςΜέσα σε διάστημα μόλις είκοσι ημερών, το protothema.gr έφερε στο φως δύο χαρακτηριστικές υποθέσεις που αποτυπώνουν με γλαφυρό τρόπο πώς στήνεται βήμα-βήμα η υφαρπαγή περιουσιών μεγάλης αξίας, μέσω του μηχανισμού της χρησικτησίας και με όχημα τα κενά του Κτηματολογίου. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κοινός παρονομαστής δεν είναι μόνο η περιοχή -η Γλυφάδα- αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για ακίνητα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα οποία καταγράφηκαν ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», αφήνοντας ανοικτό το παράθυρο σε επιτήδειους να εμφανιστούν από το πουθενά και να τα διεκδικήσουν ως δήθεν νομείς και κάτοχοί τους επί σειρά ετών. Η πρώτη υπόθεση αφορά ένα ιστορικό ακίνητο επί της οδού Τσιτσάνη αρ. 2, στη λεγόμενη Ανω Γλυφάδα. Πρόκειται για μία προνομιακή έκταση που κάποτε ανήκε σε γνωστή παλιά οικογένεια, με ρίζες στη δεκαετία του ’50, όταν η περιοχή ήταν ακόμη αδόμητη και θεωρούνταν εξοχικό καταφύγιο. Το οικόπεδο αυτό, έκτασης περίπου 1.500 τ.μ., περιήλθε σε αδράνεια μετά τον θάνατο των αρχικών ιδιοκτητών και, όπως όλα δείχνουν, οι απόγονοι δεν ασχολήθηκαν ποτέ ενεργά με την ιδιοκτησία ή δεν δήλωσαν εμπρόθεσμα τα δικαιώματά τους κατά την κτηματογράφηση. Ετσι, το ακίνητο καταγράφηκε στο Κτηματολόγιο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» – μία τεχνική διατύπωση, που όμως στην πράξη λειτουργεί σαν καμπανάκι για όσους γνωρίζουν τι σημαίνει. Χρόνια αργότερα, και ενώ η αξία του ακινήτου έχει φτάσει τα 4 εκατ. ευρώ, εμφανίζεται αίτηση για εγγραφή νέου ιδιοκτήτη στο Κτηματολόγιο, βάσει χρησικτησίας. Ο αιτών ισχυρίζεται ότι συγγενής του κατείχε το ακίνητο επί τουλάχιστον είκοσι έτη, ότι το συντηρούσε, το περιέφραξε, το καθάριζε, και ότι ουδείς άλλος το διεκδίκησε ποτέ. Ωστόσο, σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίζεται και δεύτερος διεκδικητής, επίσης επικαλούμενος πολυετή χρήση και παρουσία. Οι δύο πλευρές καταλήγουν στα δικαστήρια, με σκοπό να αποδείξουν ποιος από τους δύο είναι ο «αληθινός» ιδιοκτήτης. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι απλώς η ύπαρξη δύο διεκδικητών, αλλά η χρονική συγκυρία και η ομοιότητα της επιχειρηματολογίας τους. Και οι δύο παρουσιάζουν έγγραφα, φωτογραφίες, ακόμη και μαρτυρίες που χρονολογούνται σχεδόν στις ίδιες περιόδους. Σε ανθρώπους με γνώση των μεθοδεύσεων, η εικόνα αυτή παραπέμπει σε προσυνεννοημένο «στημένο σχήμα», στο οποίο το βασικό ζητούμενο δεν είναι ποιος από τους δύο θα κερδίσει, αλλά το γεγονός ότι -σε κάθε περίπτωση- η υπόθεση θα καταλήξει σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που θα αποδίδει το ακίνητο σε έναν από τους δύο. Αυτό ακριβώς χρειάζεται το κύκλωμα: ένα χαρτί που θα νομιμοποιεί την ιδιοκτησία και θα ανοίγει τον δρόμο για μεταβίβαση ή αξιοποίηση. Η εμπορική αξία της γης αυτής, λόγω θέσης και έκτασης, θεωρείται εκρηκτική. Η δεύτερη υπόθεση εξελίσσεται με παρόμοιο τρόπο, αλλά αφορά ακίνητο ακόμα μεγαλύτερης αξίας – σχεδόν 10 εκατ. ευρώ. Βρίσκεται επί της οδού Οινόης 67, στο παραλιακό μέτωπο της Γλυφάδας, με πρόσοψη σε δρόμο υψηλής επισκεψιμότητας και δυνατότητα οικοδομικής εκμετάλλευσης. Και αυτό το ακίνητο χαρακτηρίστηκε «αγνώστου ιδιοκτήτη» στο Κτηματολόγιο, και πάλι λόγω έλλειψης εμπρόθεσμης δήλωσης από τους αρχικούς κατόχους ή τους κληρονόμους τους. Όπως και στην πρώτη περίπτωση, εμφανίζεται αιφνιδιαστικά πρόσωπο που ζητά την εγγραφή του ως ιδιοκτήτη, επικαλούμενο πολυετή κατοχή. Λίγο αργότερα, παρουσιάζεται και δεύτερος διεκδικητής. Και εδώ το σενάριο δείχνει να ακολουθεί την ίδια δομή: διεκδίκηση, αντιδικία, δικαστήριο, έκδοση τίτλου. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι στα δύο ακίνητα εμφανίζεται το ίδιο πρόσωπο ως βασικός διεκδικητής. Ο ίδιος άνθρωπος που σε μία υπόθεση δηλώνει ότι κατείχε το ακίνητο από τη δεκαετία του ’90, εμφανίζεται και στην άλλη ως ο μακροχρόνιος κάτοχος διαφορετικού «φιλέτου», χωρίς να υπάρχει εμφανής σύνδεση, ούτε κάποιο προφανές επαγγελματικό ή οικογενειακό ιστορικό που να εξηγεί τη σχέση του με τις ιδιοκτησίες. Το γεγονός αυτό εγείρει εύλογα ερωτήματα για τη φύση των διεκδικήσεων και τη συστηματικότητα με την οποία εφαρμόζεται η μέθοδος. Το protothema.gr έχει στα χέρια του τα έγγραφα και των δύο υποθέσεων και παρακολουθεί τις εξελίξεις στενά. Οι δύο υποθέσεις, όταν ιδωθούν απομονωμένα, ίσως να φαίνονται ως τυπικές νομικές διαφορές περί κυριότητας. Οταν όμως μπουν δίπλα-δίπλα, ξεδιπλώνεται μια πιο σκοτεινή εικόνα: εκείνη της μεθοδικής αξιοποίησης των κενών του Κτηματολογίου από κύκλους που γνωρίζουν πού να ψάξουν, πότε να κινηθούν και πώς να νομιμοποιήσουν την υφαρπαγή. Στον εισαγγελέαΕιδικότερα στην περίπτωση του οικοπέδου επί της οδού Οινόης, ο Δήμος Γλυφάδας είχε αντιληφθεί τις ύποπτες κινήσεις εδώ και περίπου έναν χρόνο, βλέποντας εγκαίρως ότι κάποιοι επιχειρούν να υφαρπάξουν μία δημόσια έκταση τεράστιας αξίας. Από τους πρώτους μήνες του 2024 είχε απευθυνθεί στο -νεοσύστατο τότε- υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, καλώντας το να παρέμβει θεσμικά, ώστε να διασφαλιστεί η κυριότητα του Δημοσίου. Ωστόσο, η ανταπόκριση ήταν μάλλον χλιαρή. Το υπουργείο φάνηκε απροετοίμαστο, επικαλούμενο τη διοικητική του αδυναμία, καθώς -όπως ανέφεραν αρμοδίως- δεν είχε ακόμη διαμορφώσει την απαραίτητη υπηρεσιακή δομή για να χειριστεί τέτοιου είδους υποθέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν πολύτιμος χρόνος να χαθεί. Ετσι, με την απειλή της απώλειας να γίνεται πλέον ορατή, στις αρχές του 2025 ο Δήμος Γλυφάδας αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία και προχώρησε στην άσκηση αγωγής κατά των φυσικών προσώπων που διεκδικούσαν το ακίνητο, ζητώντας από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την κυριότητα του υπουργείου επί της έκτασης. Μετά από συνεχείς πιέσεις και αλλεπάλληλες επικοινωνίες, το Δημόσιο προχώρησε τελικά στην άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του Δήμου, συντασσόμενο με το αίτημά του και ζητώντας την αποδοχή της αγωγής. Παρά την κινητοποίηση, δεν έλειψαν οι ενστάσεις. Οπως σημειώνουν νομικές πηγές που γνωρίζουν σε βάθος την υπόθεση, η ενέργεια του Δημοσίου να περιοριστεί σε πρόσθετη παρέμβαση δεν ήταν η πιο ενδεδειγμένη νομικά. Αντιθέτως, θα ήταν προτιμότερο -και πιο ισχυρό δικονομικά- είτε να ασκήσει κύρια παρέμβαση είτε να ζητήσει από τον Δήμο να παραιτηθεί και να υποβάλει το ίδιο αυτοτελή αγωγή για την υπεράσπιση της κυριότητάς του. Μέχρι σήμερα, η υπόθεση δεν έχει φτάσει ακόμη στο ακροατήριο. Την ίδια στιγμή, ο Δήμος Γλυφάδας ετοιμάζεται να προχωρήσει και σε πιο αποφασιστική θεσμική κίνηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται στην τελική φάση προετοιμασίας μηνυτήριας αναφοράς προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία θα ενσωματωθούν τόσο τα στοιχεία για το ακίνητο της Οινόης όσο και όσα ανέδειξε το protothema.gr για τη δεύτερη υπόθεση, αυτή της οδού Τσιτσάνη. Ο στόχος είναι η συνολική διερεύνηση πιθανής μεθοδευμένης απάτης, με συντονισμένες ενέργειες από τα ίδια ή συναφή πρόσωπα, που επιχειρούν να βάλουν χέρι σε περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Πηγή: b2green.gr
View full Άρθρου