Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή.
Με την παράδοση του έργου δηλαδή ο εργολάβος, κατ` εξαίρεση όσων με τις γενικές διατάξεις ορίζονται για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όπως συμβαίνει όταν ορίσθηκε τμηματική παράδοση του έργου με αντίστοιχη τμηματική καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής, αφού η υποχρέωση της προεκπλήρωσης αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου.
Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 του ΑΚ τη συμφωνημένη αμοιβή του.
Αντίθετα, η παράδοση έργου με ελλείψεις, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, ακόμη και αν πρόκειται για έργο άχρηστο, ούτε μπορεί ο εργοδότης να αποποιηθεί το προσφερόμενο σ` αυτόν ελαττωματικό έργο, ώστε να αποφύγει έτσι την καταβολή αμοιβής, αλλά έχει μόνον τα προβλεπόμενα στα άρθρ. 688-690 του ΑΚ δικαιώματα, εκτός βέβαια διαφορετικής και πάλι συμφωνίας τους (ΑΠ 1184/2021, ΑΠ 139/2021, ΑΠ 286/2020, ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 1789/2013, ΑΠ 183/2011, ΑΠ 346/2010 όλες σε ΤΝΠ Νόμος).
Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 688-690 του ΑΚ ρυθμίζεται η ευθύνη του εργολάβου μετά την αποπεράτωση του έργου και, ως εκ τούτου, η ενάσκηση των αξιώσεων, που πηγάζουν απ` αυτές, προϋποθέτουν έργο που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. (ΑΠ 729/2021 σε ΤΝΠ Νόμος). Η προστασία των άρθρων 688-690 του Α.Κ. είναι ειδική, έναντι αυτής των γενικών διατάξεων των άρθρων 374 επ. του ίδιου Κώδικα. Σε περίπτωση επουσιώδους ελαττώματος του έργου, ο εργοδότης έχει το διαζευκτικό ή εκλεκτικό δικαίωμα να απαιτήσει διόρθωση του έργου ή μείωση της αμοιβής του εργολάβου.
Αν το έργο έχει ουσιώδη ελαττώματα που το καθιστούν άχρηστο ή αν λείπουν οι συμφωνημένες ιδιότητες, ο εργοδότης έχει, πλέον των δικαιωμάτων, που προαναφέρθηκαν για τα επουσιώδη ελαττώματα και το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση. Αν τώρα, οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται είτε σε ουσιώδη είτε σε επουσιώδη ελαττώματα είτε σε έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων, οφείλονται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται, αντί των ανωτέρω δικαιωμάτων, να απαιτήσει κάθε ζημία, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος δεν ανταποκρίθηκε υπαιτίως στις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο, χωρίς ελαττώματα, το οποίο να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες.
Η αποζημίωση περιλαμβάνει, καταρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία. Οι αξιώσεις του εργοδότη από τις ανωτέρω διατάξεις τελούν έναντι αλλήλων σε σχέση διαζευκτικής ή εκλεκτικής συρροής και το δικαίωμα επιλογής έχει ο εργοδότης, με την άσκηση δε τούτου, επέρχεται η συγκέντρωση της ενοχής, υπό την έννοια ότι, όταν αυτός επιλέξει οποιοδήποτε από τα παραπάνω παρεχόμενα σε αυτόν δικαιώματα, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό ή να μεταβάλλει γνώμη και να ασκήσει κάποιο άλλο, με οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως είτε επικουρικώς (Ολ.Α.Π. 50/2005, ΑΠ 1216/2020, Α.Π. 162/2020, Α.Π. 203/2019, Α.Π. 1281/2018 όλες σε σε ΤΝΠ Νόμος). Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 306 του ΑΚ, ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να είναι άτυπη, μονομερής και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα. Η επιλογή αυτή είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως και προθεσμίας, των οποίων η προσθήκη καθιστά άκυρη, κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, την επιλογή, δηλαδή, θεωρείται ότι δεν έγινε.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ύπαρξη των συρρεουσών αξιώσεων και η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος συνδέονται με συγκεκριμένα ελαττώματα και ελλείψεις του έργου σε συγκεκριμένο χρόνο καθώς και με τη φύση και την έκταση αυτών. Αν όμως, διαπιστωθεί αργότερα και άλλη έλλειψη ή και άλλο ελάττωμα, που υφίσταντο μεν κατά το χρόνο παράδοσης του έργου, αποκαλύφθηκαν, όμως, αργότερα και επιφέρουν διαφορετικές και δυσμενέστερες συνέπειες στο έργο, ο εργοδότης δικαιούται να ασκήσει εκ νέου κάποιο από τα λοιπά δικαιώματα, που προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις.
Περαιτέρω ουσιώδη είναι τα ελαττώματα που καθιστούν το έργο άχρηστο, δηλαδή αναιρούν πλήρως τη χρησιμότητά του με κριτήριο βέβαια κατ` αρχήν τη συνηθισμένη χρήση ή αυτή που τέθηκε από τη σύμβαση. Τα υπόλοιπα ελαττώματα που δεν καθιστούν το έργο άχρηστο αλλά απλώς μειώνουν -αδιάφορο αν ουσιωδώς ή επουσιωδώς- την αξία ή την καταλληλότητά του είναι κατά την έννοια του νόμου επουσιώδη και γι’ αυτό χορηγούν το δικαίωμα διόρθωσης ή μείωσης της αμοιβής.
Περαιτέρω το επουσιώδες ελάττωμα του έργου που ενεργοποιεί το δικαίωμα του εργοδότη για μείωση της οφειλόμενης αμοιβής στον εργολάβο, κατά το άρθρο 688 ΑΚ, είναι το υφιστάμενο κατά το χρόνο παράδοσης του έργου (ΑΠ 256/2021 σε ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 703/2019 σε ΤΝΠ Νόμος, Απ Γεωργιάδης ΣΕΑΚ εκδ 2010 υπό το άρθρο 688 σημ 31, σελ 1290). Το γεγονός ότι κατά τον Κώδικα γεννούν ευθύνη και επουσιώδη ελαττώματα δεν σημαίνει ότι πρέπει λαμβάνονται υπόψη και εντελώς ασήμαντα ελαττώματα που σύμφωνα με τη συνηθισμένη αντίληψη των συναλλαγών δεν συνιστούν παρέκκλιση από την προσήκουσα εκτέλεση.
Τέτοια ελαττώματα οφείλει ο εργοδότης να τα ανέχεται σύμφωνα με την καλή πίστη, άλλως αντίθετη λύση θα προσέκρουσε στην αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών ( Βλ Κορνηλάκη Ειδικός Ενοχικό Δίκαιο Τόμος II εκδ 1992. Σελ 197,198, Ζέπος Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο σελ 406, σημ 1). Από την παραπάνω μορφή ευθύνης του εργολάβου για συγκεκριμένες ελλείψεις (ελαττώματα ή έλλειψη σύμφωνη μένων ιδιοτήτων) του έργου, διαφέρει η περίπτωση όπου ο τελευταίος υπόσχεται με ιδιαίτερη, συνήθως παρεπόμενη, συμφωνία, που συνδέεται με τη σύμβαση έργου, και αναλαμβάνει την αντικειμενική ευθύνη για ένα εγγυημένο αποτέλεσμα που δεν περιορίζεται στην ανάληψη της εγγυητικής ευθύνης για την προσπόριση ενός έργου ποιοτικά και ποσοτικά σύμφωνου με τη σύμβαση, αλλά βαίνει πέρα απ` αυτή, εξαρτώμενο και από άλλους παράγοντες και συνιστάμενο κατεξοχήν στην ανάληψη γνήσιας υποχρέωσης για (θετική) παροχή, άλλη, εκτός από την προσήκουσα εκτέλεση του έργου που συμφωνήθηκε. Πρόκειται δηλαδή εδώ για τη λεγόμενη "αυτοτελή εγγυητική συμφωνία ή ρήτρα".
Τέτοια αυτοτελής εγγυητική συμφωνία υπάρχει όταν ο εργολάβος "εγγυήθηκε" ότι το έργο που θα κατασκευάσει θα έχει ορισμένη απόδοση. Η "εγγύηση" του εργολάβου στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται σε ένα αποτέλεσμα που δεν συμπίπτει με αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου από τη σύμβαση έργου. Η κύρωση για τη μη πραγματοποίηση αυτού του αποτελέσματος μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με τη συμφωνία των μερών.
*Επισημαίνεται ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες. Η πληροφόρηση που εμπεριέχεται στο παρόν άρθρο δεν συνιστά νομική συμβουλή. Μία τέτοια νομική συμβουλή είναι δυνατόν να παρασχεθεί μόνο από αρμόδια/ιο δικηγόρο του συγκεκριμένου τμήματος του γραφείου μας που εξειδικεύεται στον ειδικό τομέα δικαίου, αφού προηγουμένως λάβει υπόψη του/της το σύνολο των δεδομένων που θα εκτεθούν και θα μελετηθούν για την υπόθεσή σας.
Recommended Comments
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε