Didonis Posted October 15, 2022 Κοινοποίηση Posted October 15, 2022 Στην Αθήνα, την Τρίτη, 11 Οκτωβρίου 2022, είχα την τιμή αλλά και την χαρά, προσκεκλημένος από την καθηγήτρια Ρίβα Λάββα, να μιλήσω σε φοιτητές του 3ου έτους και καθηγητές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π., για την "ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΝΩΝΑ". Η ομιλία έγινε προκειμένου να ενημερωθούν οι σπουδάστριες και οι σπουδαστές για το θέμα αυτό, μιας και από τις 17 έως και τις 21 Οκτώβρη θα βρίσκονται σε περιοχές του Δήμου Μονεμβασίας για την μελέτη της Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής της, στο πλαίσιο του μαθήματος «Ανάλυση και μελέτη Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων". Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν ξαναβρέθηκα στους χώρους της Σχολής η συναισθηματική μου φόρτιση ήταν μεγάλη. Τέτοια εποχή πριν 51 χρόνια, τελείωνα την Αρχιτεκτονική Σχολή. . Ήρθαν στο μυαλό μου οι καθηγητές μας, ο Θουκιδίδης Βαλεντής της Κτιριολογίας, ο Κυπριανός Μπίρης και οι επιμελητές του, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ο Κώστας Ξανθόπουλος της Οικοδομικής, ο Ιωάννης Λιάπης των Εσωτερικών Χώρων, ο Εγγονόπουλος της Ζωγραφικής. Βλέποντας το αίθριο από πάνω, νόμιζα ότι έβλεπα οι φιγούρες των συμφοιτητών και των συμφοιτητριών να παρακολουθούν σε αυτό τις παρουσιάσεις των διπλωματικών εργασιών τους. Θυμήθηκα τα καμαρίνια που είχαμε και εμείς στο ισόγειο, όπου δουλεύαμε το 5ο έτος τις διπλωματικές μας εργασίες. Ήρθε στο μυαλό μου η κατάληψη της Σχολής που είχαμε κάνει τον Απρίλη του 1967. Εκεί είμασταν όταν έγινε το πραξικόπημα.... Στην σημερινή ομιλία μου αναφέρομαι στην Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική του Πάρνωνα. Ο Πάρνωνας, ο Μαλεβός, είναι το ήρεμο βουνό που (ΔΙΑΦ.02) αναπτύσσεται απέναντι από τον επιβλητικό Ταΰγετο, οποίος και κάθε απόγευμα ρίχνει την σκιά του πάνω του. Βρίσκεται στην νοτιοανατολική (ΔΙΑΦ.03) πλευρά της Πελοποννήσου και ένα μέρος του ανήκει στην Π.Ε. Αρκαδίας και το υπόλοιπο, το νότιο στην Π.Ε. Λακωνίας Α. Ο ΧΩΡΟΣ Στον χώρο αυτό αναπτύσσονται οι παρακάτω οικιστικές ενότητες (ΔΙΑΦ.04) : • Της βόρειας ορεινής Κυνουρίας με κύριους οικισμούς, το Καστρί, τον Άγιο Πέτρο και τα Άνω Δολιανά (Ι). • Της νότιας ορεινής Κυνουρίας με κύριους οικισμούς αυτούς του Πραστού, της Καστάνιτσας, της Ορεινής Μελιγού και του Κοσμά (ΙΙ). • Της παραθαλάσσιας Κυνουρίας με κύριους οικισμούς το Λεωνίδιο, το Παράλιο Άστρος, τον Τυρό (ΙΙΙ), • Της βορειοανατολικής Λακεδαίμονας, με κύριους οικισμούς τις Καρυές, τα Βρέσθενα, την Βαμβακού, τα Τσίτζινα, τον Βασσαρά, και νοτιότερα, με τους οικισμούς το Γεράκι Βρονταμά, και την Γκοριτσά (ΙV). • Της περιοχής του Ζάρακα, με κύριους οικισμούς τον Χάρακα, την Ρηχειά, το Κυπαρρίσι (V). • Της κεντρικής περιοχής της τ. Επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς με κύριους οικισμούς των Μολάων, το δίπολο Παπαδιάνικα & Ασωπός, τα Νειάτα & την Μονεμβασία (VI). • Την περιοχή των Βατίκων με κύριους οικισμούς αυτούς της Νεάπολης, το Λάχι, τον Άγιο Νικόλαο και τα Βελανίδια (VIII). Οι περισσότεροι οικισμοί που συναντάμε και σήμερα, στις παραπάνω οικιστικές ενότητες του Πάρνωνα, βρίσκονται στα ορεινά, με την δημιουργία τους να ανάγεται στον 13ο & 14ο περίπου αιώνα. Εκείνη την περίοδο παρατηρήθηκαν μετακινήσεις πληθυσμών από τα πεδινά σε ορεινά, ασφαλή μέρη ή και εγκαταστάσεις εποίκων από την Βαλκανική. Ήδη από τον 8ο αιώνα είχαν εγκατασταθεί σλάβικα φύλα στη Λακωνία, κυρίως όμως στα ορεινά του Ταΰγετου, οι Μελιγγοί και στα πεδινά οι Εζερίτες. Στον Πάρνωνα εντοπίζονται λιγότερες εγκαταστάσεις των φύλων αυτών. Εκτιμάται ότι σλάβικα φύλλα εγκαταστάθηκαν στην Αράχωβα (Καρυές), την Ζαραφώνα (Καλλιθέα) και τα Τσίτζινα (Πολύδροσο). Επίσης, περί το 1350 ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος δίνει την άδεια εγκατάστασης Αλβανών και στην περιοχή του Ζάρακα. Πάντως μεγαλύτερες μετακινήσεις από τις πεδινές εγκαταστάσεις στις ορεινές, έγιναν κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και φυσικά εντάθηκαν μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς. Μετά την δημιουργία του νέου Ελληνικού Κράτους (ΔΙΑΦ.05) και την εξασφάλιση πλέον συνθηκών ασφαλούς διαβίωσης στις πεδινές περιοχές και σε συνδυασμό με την καταστροφή πολλών οικισμών από τις ορδές του Ιμπραήμ, άρχισε η μετακίνηση κατοίκων από τους ορεινούς οικισμούς στα πεδινά, κυρίως σε θέσεις όπου ήδη υπήρχαν πρόχειρα καταλύματα για την στέγαση των καλλιεργητών της γης & των κτηνοτρόφων. Ενδεικτικά στον χάρτη της διαφάνειας καταγράφονται τέτοιου είδους μετακινήσεις. Από την Βαρβίτσα κατέβηκαν στη Σκούρα, από τη Βαμβακού στους Βουτιάνους και στον Κλαδά, από τα Τσίντζινα στη Γκοριτσά και τη Ζούπενα. Στον Ζάρακα, από την Κρεμαστή μετακινήθηκαν στη Ρηχεία, στον Χάρακα, στον Λαμπόκαμπο και τα Πιστάματα. Οι οικισμοί αυτοί, τόσο οι προϋπάρχοντες όσο και οι νεότεροι, φτάνουν στο απόγειο της ανάπτυξής τους στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. (ΔΙΑΦ.06) Την περίοδο εκείνη κατασκευάζονται μεγάλοι ναοί, κατά κανόνα με χρηματοδοτήσεις Ελλήνων του εξωτερικού (που ήδη είχαν μεταναστεύσει κυρίως στην Αμερική) καθώς και σχολικά κτίρια, με το πρόγραμμα «Συγγρού». Επίσης την περίοδο εκείνη αναγείρονται και μεγάλα κτίρια κατοικιών, πολλά ακολουθώντας τα τυπολογικά στοιχεία των παραδοσιακών κατοικιών αλλά και άλλα νεοκλασικής τυπολογίας ή επηρεασμένα από την τυπολογία αυτή. Τέτοια κτίρια θα δούμε στη συνέχεια κατά την παρουσίαση των οικισμών. Η ανάπτυξη αυτή συνεχίστηκε μέχρι και την δεκαετία του 1930. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όμως, άρχισε η αποδυνάμωση και η πληθυσμιακή συρρίκνωση και των οικισμών του Πάρνωνα, τόσο των πεδινών όσο και των ορεινών. Σε αυτό έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο η ύπαρξη στον Λακωνικό Πάρνωνα δυναμικών πυρήνων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αλλά και του Δημοκρατικού Στρατού που σε συνδυασμό με την δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας , την περίοδο της κατοχής και των παρακρατικών ομάδων που δρούσαν στην περιοχή μετά την απελευθέρωση, ανάγκασαν πολλούς από τους κατοίκους της υπαίθρου να μετακινηθούν σε μεγάλα αστικά κέντρα αναζητώντας, εκεί, ασφαλή διαβίωση. Να σημειώσουμε ότι ο πληθυσμός της Λακωνίας από 150.000 κατοίκους που ήταν το 1940, το 1950 μειώθηκε κατά 40.000 περίπου και έφτασε τους 110.000 κατοίκους. Οι περισσότεροι οικισμοί, κυρίως οι ορεινοί έχουν πλέον μετατραπεί σε οικισμούς 2ης κατοικίας και ξαναγεμίζουν με κόσμο τους θερινούς μήνες. Σε μερικούς παρατηρείται κίνηση όλο τον χρόνο, μετά την δημιουργία τουριστικών καταλυμάτων, μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων των τελευταίων δεκαετιών, όπως στις Καρυές, στην Καστάνιτσα, στον Κοσμά κ.α. Στη Βαμβακού, (ΔΙΑΦ.07) τόπο καταγωγής της οικογένειας Νιάρχου με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Νιάρχου, εφαρμόζεται ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα, το VAMVAKOU REVIVAL, με το οποίο αναστηλώνονται κτίρια (σχολείο, κατοικίες κλπ), ενισχύονται οικογένειες νεών για την μόνιμη διαμονή τους στο χωριό και οργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις όλο τον χρόνο. Παράλληλα τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται έντονη τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή της Μονεμβασίας, (ΔΙΑΦ.08), όπου η ανάπτυξη της Κάτω Πόλης της Μονεμβασίας έχει προσελκύσει νέους οικιστές, Έλληνες και ξένους, που έχουν αναγείρει νέα κτίρια τόσο στην Γέφυρα της Μονεμβασίας, όσο και στις παραθαλάσσιες εκτάσεις απέναντι από το Κάστρο. Παρόμοια τουριστική ανάπτυξη εντοπίζεται και στην Ελαφόνησο. Μικρότερης έντασης τουριστική ανάπτυξη παρατηρείται στις περιοχές της Νεάπολης, στα Βάτικα, στους παραθαλάσσιους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής των Μολάων, στην Πλύτρα, τον Αρχάγγελο, την Ελιά, καθώς και στους παραθαλάσσιους οικισμούς του Ζάρακα, Κυπαρίσι και Γέρακα. Στη διαφάνεια βλέπουμε Α/Φ του 1946 & του 2016 όπου με σαφήνεια βλέπουμε την ανάπτυξη αυτή. Η ανάπτυξη που παρατηρείται στις περιοχές αυτές είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δυναμικά διοικητικά & εμπορικά κέντρα στους Μολάους, την Γέφυρα Μονεμβασίας, τα Παπαδιάνικα, στην Νεάπολη καθώς και στο ημιορεινό Γεράκι. Β. ΤΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ Ας δούμε τώρα ποιο ήταν και είναι το Πολεοδομικό υπόβαθρο με βάση το οποίο αναπτύχθηκαν οι περιοχές αυτές. Κατ΄αρχή περί το 1835 συντάχθηκε ρυμοτομικό σχέδιο για την Κάτω πόλη της Μονεμβασίας το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ και ίσως δεν εγκρίθηκε. Περί το 1860, οπότε και υπήρξε μία έντονη παραγωγή πολεοδομικών σχεδίων από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες, συντάχθηκε ρυμοτομικό σχέδιο στην κεντρική περιοχή του οικισμού των Καρυών, το οποίο, όμως, μέχρι και σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί. Την ίδια περίοδο συντάχθηκαν ρυμοτομικά σχέδια, ιπποδάμειας τυπολογίας, στους παραλιακούς οικισμούς της Πλύτρας και της Νεάπολης. Περί το 1955 απέκτησε σχέδιο πόλης ο οικισμός των Μολάων. Την περίοδο 1983 – 1986, στο πλαίσιο της Ε.Π.Α., συντάχθηκαν & εγκρίθηκαν Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και πολεοδομικές μελέτες Επέκτασης και Αναθεώρησης των σχεδίων των οικισμών των Μολάων και της Νεάπολης, στους οποίους έχει ολοκληρωθεί και η Πράξη Εφαρμογής. (ΔΙΑΦ.09). Παράλληλα κατά την τελευταία 15ετία έχουν συνταχθεί ΣΧΟΑΠ στους τέως Δήμους Βοιών, Ασωπού, Μονεμβασίας & Ζάρακα, τα οποία όμως δεν έχουν ολοκληρωθεί και δεν έχουν εφαρμοστεί οι προτάσεις τους. Τέλος στην περιοχή του Πάρνωνα έχει συνταχθεί και εγκριθεί «Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη του Όρους Πάρνωνα & του Υγροβιότοπου Μουστού», η οποία καλύπτει την εδαφική έκταση των τέως Δήμων Οινούντος, Θεραπνών & Γερακίου. Όσο αφορά την προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΔΙΑΦ.10), παρ΄ όλο που από τις μελέτες που είχαν συνταχθεί την δεκαετία του 1960, μελετητής τότε ήταν ο καθηγητής Αργύρης Πετρονώτης, είχαν επισημανθεί ζώνες Παραδοσιακών οικισμών και στον Πάρνωνα, βλέπε σχετικό χάρτη, με τις διατάξεις του Ν.1978 παραδοσιακός οικισμός είναι μόνο αυτός της Κάτω Πόλης της Μονεμβασίας. Κατά την τελευταία δεκαετία, όμως, με ενέργειες τοπικών παραγόντων, κηρύχθηκαν Παραδοσιακοί όλοι οι οικισμοί του Ζάρακα. Γ. Η ΤΥΠΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΝΩΝΑ Πριν σας παρουσιάσω φωτογραφίες από τους διάφορους κύριους οικισμούς της περιοχής του Πάρνωνα θα δούμε ποιος ήταν ο κυρίαρχος τύπος της παραδοσιακής κατοικίας και στη Λακωνία, έναν τύπο που συναντάται σε όλη την περιοχή της Πελοποννήσου. Το κύριο χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κτιρίων κατοικιών και του Πάρνωνα (ΔΙΑΦ.11), αποτελεί το διώροφο – μερικές φορές & τριώροφο ακόμα και τετραώροφο, όταν η μεγάλη κλίση του εδάφους το επέβαλλε – κτίσμα διαστάσεων σε κάτοψη περίπου 6,00 Χ 12,00 μ. που ονομάζουμε ανωγοκάτωγο μακρινάρι. Τα κτίρια τοποθετούνταν συνήθως με την μακριά πλευρά του, κάθετα στις κλίσεις του εδάφους, χωρίς όμως να αποκλείεται και η τοποθέτησή του παράλληλα στην κλίση του εδάφους όταν η οικονομία του χώρου το επέβαλλε. Παρ’ όλο που στη διαμόρφωση των εξωτερικών χώρων (χαγιάτια, εξώστες, λιακοί κλπ), όπως θα δούμε και στη συνέχεια παρατηρούνται, , διαφοροποιήσεις ανά περιοχή, η εσωτερική διαρρύθμιση και η λειτουργία των χώρων είναι η ίδια σε όλες τις περιοχές. Στο ανώτερο επίπεδο του κτίσματος αυτού, στον όροφο, αναπτύσσεται η κατοικία με την είσοδο στο κέντρο της μεγάλης πλευράς της, όπου και ένας μικρός προθάλαμος – διάδρομος και απέναντι από την είσοδο είναι μικρή καμαρούλα (υπνοδωμάτιο), (Εικ.11-01). Προς την μεριά (Εικ.11-02) της κύριας, στενής, όψης βρίσκεται η σάλα, Είναι ένας χώρος «πολλαπλών χρήσεων». Στον χώρο αυτό κυριαρχεί το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι, παραδίπλα είναι ο καναπές και κατά κανόνα υπάρχει και μία ντιβανοκασέλα ή ένα κρεβάτι, μιας και ο χώρος αυτός χρησιμεύει και για τον ύπνο των παιδιών της οικογένειας ή των επισκεπτών. Στη σάλα προς την μεριά της κύριας στενής όψης κατά κανόνα υπάρχουν και δύο παράθυρα. Σε ορισμένες περιοχές αντί για δύο παράθυρα βρίσκουμε δύο μπαλκονόπορτες που οδηγούν σε εξώστη που είναι καλυμμένος με κεραμοσκεπή στέγη. Στην άλλη μεριά είναι το χειμωνιάτικο, (Εικ.11-03). Ο χώρος αυτός ήταν η κουζίνα και το καθημερινό του σπιτιού. Στο τζάκι οι νοικοκυρές έψηναν τα φαγητά και στον νεροχύτη που υπήρχε στην ποδιά του παραθύρου έπλεναν τα πιάτα και τα λοιπά σκεύη. Δίπλα (Εικ.11-04) στο παράθυρο – νεροχύτη ήταν κρεμασμένη στον τοίχο η χαρακτηριστική ξύλινη, ανοικτή, πιατοθήκη. Στο κάτω επίπεδο, στο ισόγειο, που εκτός από την πόρτα είχε και ένα μικρό παράθυρο στο κέντρο της όψης, ήταν οι αποθήκες και ο στάβλος των ζώων. Στο πίσω άκρο (Εικ.11-06) του επιπέδου αυτού, στη λίθινη καμάρα, κάτω από το χειμωνιάτικο, αποθηκεύονταν τρόφιμα, και παράλληλα εξασφάλιζε ένα ασφαλές δάπεδο στον χώρο του υπερκείμενου χειμωνιάτικου. Στα κτίρια που υπήρχαν (Εικ.011-07) στο κέντρο του χωριού στο ισόγειο στεγάζονταν μαγαζιά (εμπορικά, καφενεία, ταβέρνες κλπ) Η προσπέλαση στον όροφο γίνεται με εξωτερική λίθινη ή και ξύλινη αρκετές φορές σκάλα, κατά κανόνα ευθύγραμμη, (ΔΙΑΦ.12). που οδηγεί σε μια βεράντα όπου και η κύρια είσοδος της οικίας. Η βεράντα αυτή σε άλλες περιοχές είναι σκεπασμένη με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη και σε άλλες , όπως στη περιοχή του Πάρνωνα, είναι ανοικτή και λέγεται λιακός. Αυτή ήταν μία σύντομη περιγραφή της τυπικής παραδοσιακής κατοικίας. Δ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΩΝΑ Και τώρα θα δούμε λεπτομερέστερα πως εμφανίζεται η τυπική αυτή παραδοσιακή κατοικία στην περιοχή του Πάρνωνα με μία σύντομη περιήγηση στους κύριους οικισμούς των παραπάνω οικιστικών ενοτήτων. Δ.01 ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΚΟΥ ΠΑΡΝΩΝΑ (Ο/Ε: Ι – ΙΙ – ΙΙΙ) Η Κυνουρία Θα ξεκινήσουμε (ΔΙΑΦ.13) από τα βόρεια, από την Κυνουρία. Η Κυνουρία είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα και με ιδιαιτερότητες περιοχή, Τσακωνιά, Πραστός, Καστρίτες πετρομάστορες, η οποία θα πρέπει να παρουσιαστεί σε ιδιαίτερη εκδήλωση από πλέον εμού ειδικούς. Όμως σήμερα θα σας δείξω μερικές εικόνες από τους οικισμούς της περιοχής του Αρκαδικού Πάρνωνα, ξεκινώντας από τρεις οικισμούς της Βόρειας ορεινής Κυνουρίας, το Καστρί, τόπο καταγωγής πετρομαστόρων οι οποίοι κατέβαιναν και δούλευαν και στον Λακωνικό Πάρνωνα, τα Άνω Δολιανά και τον Άγιο Πέτρο. Συνεχίζουμε (ΔΙΑΦ.14) με τέσσερεις οικισμούς της νότιας ορεινής Κυνουρίας, την Καστάνιτσα, τον ιστορικό Πραστό, την Μελιγού και τον Κοσμά. Αναπτυγμένοι σε επικλινή εδάφη οδηγούνταν στην κατασκευή πολυώροφων κτιρίων. Τελειώνουμε την σύντομη περιήγησή μας (ΔΙΑΦ.15) με εικόνες από τρεις οικισμούς της παραθαλάσσιας Κυνουρίας, το Λεωνίδιο, τον Τυρό και το Παράλιο Άστρος. Και στους οικισμούς αυτούς επικρατεί το ανωγοκάτωγο μακρινάρι. Δ.02 ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΛΑΚΩΝΙΚΟΥ ΠΑΡΝΩΝΑ Δ.02.01. Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ IV * Η βόρεια Λακεδαίμων Και τώρα ερχόμαστε στη Λακωνία. Ξεκινάμε (ΔΙΑΦ.16) με τρεις οικισμούς της οικιστικής ενότητας της Βόρειας Λακεδαίμονος. Τις Καρυές που είναι ένας παλαιός οικισμός. Κατά την Βυζαντινή περίοδο ονομαζόταν Μεγάλη Αράχωβα. Θεωρείται ο τόπος καταγωγής των Καρυατίδων, που κοσμούν το Ερέχθειο. Δυστυχώς ο οικισμός καταστράφηκε δύο φορές, μία από τον Ιμπραήμ και την άλλη το 1944 από τους Γερμανούς. Παρ΄ όλο που οι μετέπειτα επισκευές των πυρπολημένων κτιρίων αλλοίωσαν την αρχική τους μορφή, έχουν απομείνει ενδιαφέροντα κτίρια, τυπικά ανωγοκάτωγα μακρινάρια. Τα Βρέσθενα δημιουργήθηκαν περί τον 14ο αιώνα από τους κατοίκους του ορεινού οικισμού «Καρδαμά», γύρω από τις πηγές που εντοπίστηκαν στο Β/Α μέρος του σημερινού οικισμού. Τα επόμενα χρόνια η ανάπτυξη ήταν μεγάλη. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα Βρέσθενα αποτελούσαν έδρα της Επισκοπής Βρεσθένης, της οποίας τελευταίος επίσκοπος φέρεται ο Θεοδώρητος Β΄ που διατέλεσε Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Τα Βρέσθενα το 1928 αριθμούσαν 1.352 κατοίκους. Από τον οικισμό αυτό παρουσιάζω δύο μικρά κτίρια. Το ημιδιώροφο είναι πολύ παλαιό κτίριο και σε αυτό πρέπει να έχει γίνει επέκταση, γιατί το μικρό παράθυρο στο κέντρο, παραπέμπει σε χαμηλό κτίριο του 18ου αιω. με δίρριχτη στέγη. Το άλλο είναι ένα ισόγειο κτίριο με ενδιαφέρουσα κατασκευή των ανοιγμάτων του. Τα Τσίντζινα, Πολύδροσο σήμερα, φαίνεται από τις πηγές ότι υπήρχε περί το 1292 μχ. Πάντως η ανάπτυξή της παρουσιάζεται μετά τον 18ο αιώνα. Μετά την δημιουργία του νέου Ελληνικού Κράτους οι κάτοικοί του μετακινούνται στα πεδινά και δημιουργούν τους οικισμούς της Γκοριτσάς και της Ζούπαινας (Άγιοι Ανάργυροι) και έτσι τα Τσίντζινα μετατρέπεται σε οικισμό στον οποίο οι κάτοικοι από την Γκοριτσά και τη Ζούπαινα μετακόμιζαν τους θερινούς μήνες. Στην διαφάνεια βλέπουμε τα τυπικά παραδοσιακά κτίρια, αλλά και δρομικές καμάρες. Ο οικισμός της Γκοριτσάς, (ΔΙΑΦ.17), όπως ήδη αναφέραμε, δημιουργήθηκε μετά το 1830 με την μετακίνηση των κατοίκων των ορεινών Τσιντζίνων (Πολύδροσο σήμερα). Μετακινήσεις που είχαν σαν στόχο την εξεύρεση γης για την ανάπτυξη πρόσθετων παραγωγικών, αγροτικών, δραστηριοτήτων, που είχαν να κάνουν κύρια με την καλλιέργεια της ελιάς, που και σήμερα αποτελεί την κύρια οικονομική δραστηριότητα. Ο οικισμός αναπτύχθηκε, αρχικά, στο νοτιανατολικό τμήμα του, μιας και εκεί υπήρχαν μερικά πηγάδια και περί το 1840 ιδρύθηκε και Ενορία, πράγμα που σημαίνει ότι η δημιουργία του οικισμού ήταν πλέον γεγονός. Τα πρώτα κτίρια ήταν ισόγειες «καλύβες» που εκτιμάται ότι είχαν δημιουργηθεί πρωιμότερα για την εποχιακή στέγαση των αγροτών. Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αρχίζουν να κτίζονται όλο και περισσότερα & μεγαλύτερα κτίρια κατοικιών, αλλά και λοιπά κτίρια παραγωγικών δραστηριοτήτων, κύρια ελαιοτριβεία. Ο Βασσαράς, (ΔΙΑΦ.18) ήταν και είναι συνδεδεμένος με τον ορεινότερο οικισμό, τα Βέροια, τα οποία κατά την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας (1460-1687) πρέπει να ήταν «κώμη πολύ-άνθρωπος» Στην απογραφή του Grimanni του 1700 οι δύο αυτοί οικισμοί καταγράφονται μαζί. Η από κοινού καταγραφή των δύο αυτών οικισμών δείχνει ότι τον 18ο αιώνα δεν είχε επαρκώς αναπτυχθεί ο Βασσαράς, ο οποίος άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά από τα τέλη του 18ου αιώνα σε βάρος των Βεροίων. Ο οικισμός της Χρύσαφας (ΔΙΑΦ.19), όπως αναφέρουν τοπικοί ερευνητές «…φαίνεται να έχει χτισθεί στην παρούσα θέση πριν χίλια περίπου χρόνια, λόγω της ύπαρξης πηγής (Άγιο-Θανάσης). Προηγήθηκε παλαιότερα άλλη θέση πιο νότια κοντά στην Παναγία τη Χρυσαφίτισσα και σε αρχαία και προχριστιανικά χρόνια ο οικισμός βρισκότανε ακόμα νοτιότερα στη θέση Πικρομυγδαλιά…». Την ίδρυση του σημερινού χωριού πρέπει να αναζητήσουμε εν τούτοις πολύ αργότερα στα μεσαιωνικά χρόνια. Πάντως στις αρχές του 17ου αιώνα (1600) η Χρύσαφα βρίσκεται σε πλήρη άνθιση και την περίοδο εκείνη που συμπίπτει με την 2η Ενετοκρατία, η Χρύσαφα ήταν η πρωτεύουσα μίας οικιστικής & διοικητικής ενότητας 53 χωριών (teritorio di Crisaffa, όπως καταγράφεtαι στην απογραφή Grimmani). Το Γεράκι, (ΔΙΑΦ.20), ένας από τους μεγαλύτερους οικισμούς της οικιστικής ενότητας που εξετάζουμε και έχει συνεχή ιστορικό βίο από την προϊστορική εποχή. Κατά την βυζαντινή περίοδο σε λόφο ανατολικά του σημερινού οικισμού κατασκευάζεται Κάστρο και κάτω από αυτό καστροπολιτεία. Ο σημερινός οικισμός αρχίζει να αναπτύσσεται μετά τον 17ο αιώνα, ανάπτυξη η οποία σταματά βίαια με την πυρκαγιά του 1825, από τον Ιμπραήμ. Από το 1830, αρχίζει η ανοικοδόμηση νέων κτιρίων, επισκευάζονται τα παλαιότερα και αρχίζουν να αναγείρονται καταστήματα γύρω από την κεντρική πλατεία, η οποία βρισκόταν στην ίδια θέση με την σημερινή. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές κατασκευάζονται κτίρια πιο αστικού χαρακτήρα. Σήμερα εξακολουθεί να είναι ένας δυναμικός οικισμός, κυρίως λόγω της εκτεταμένης καλλιέργειας της ελιάς. Δ.02.02. Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ V * Ο Ζάρακας Θα προχωρήσουμε τώρα εξετάζοντας την επόμενη οικιστική ενότητα, αυτή του Ζάρακα και εδώ θα σταθούμε λίγο περισσότερο (ΔΙΑΦ.21). Η περιοχή του Ζάρακα, βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα της τ. επαρχίας Επιδαύρου Λιμηρά της Π.Ε. Λακωνίας. Είναι ορεινή περιοχή με μικρές μόνο κοιλάδες και τα βουνά της αποτελούν παραφυάδες του ανατολικού Πάρνωνα που καταλήγουν ανατολικά στο Μυρτώο πέλαγος. Ιστορικά η αφετηρία του εποικισμού της περιοχής ανάγεται στους αρχαίους χρόνους, πιθανότατα κατά την Υστεροελλαδική περίοδο (1600 -1100 π.Χ.) και από την περίοδο εκείνη σώζονται τα ίχνη δύο πόλεων, του Ζάρακα και των Κυφάντων. Ο Ζάρακας μετά από την καταστροφή του από τον Πύρρο, βασιλιά της Ηπείρου και σύμμαχο των Σπαρτιατών αναγείρεται και πάλι κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οπότε και αναπτύσσεται οικονομικά & πολιτιστικά. Εντάσσεται στο Κοινό των Ελευθερολακώνων. Στην περίοδο αυτή αποδίδονται και αρχαιότητες που εντοπίστηκαν στην περιοχή της (ναός του Απόλλωνα, ανακατασκευή των τειχών της Ακρόπολης κλπ). Η ζωή στον Ζάρακα σταματά το 375 οπότε η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από μεγάλο σεισμό. Κατά την βυζαντινή περίοδο και ιδίως μετά τον 10ο αιώνα και όπως αναφέρει η συνάδελφος Ελένη Αλεξάκη, στο βιβλίο της «Ο ΖΑΡΑΚΑΣ», «..τα λιγοστά βυζαντινά μνημεία καθώς και τα ερείπια κατεστραμμένων οικισμών είναι τα τεκμήρια του εποικισμού της περιοχής αυτή την περίοδο. Τα μεσαιωνικά χωριά του Ζάρακα, οι λεγόμενες σήμερα «Παλιοχώρες» ή «Κάστρα» είναι χτισμένα πάνω σε υψώματα, στην περιοχή των σημερινών οικισμών Κυπαρίσσι, Χάρακας, Ρηχιά και Γέρακας. Φαίνεται μάλιστα από τις γραπτές ιστορικές μαρτυρίες ότι φέρουν το ίδιο όνομα με τους σημερινούς οικισμούς…..». Περί το 1350 ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Παλαιολόγος δίνει την άδεια εγκατάστασης Αλβανών και στην περιοχή του Ζάρακα. Οι Αλβανοί ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και εξασφαλίζοντας την μόνιμη διαμονή τους στην περιοχή, περιποιούνται τον τόπο και τον μεταβάλλουν καλλιεργητικά. Η συγκρότηση του σημερινού οικιστικού δικτύου του Ζάρακα δεν είναι σαφές πότε ακριβώς διαμορφώθηκε. Πάντως και εδώ, όπως και σε όλη την Πελοπόννησο, παρατηρείται το φαινόμενο της συγκρότησης, κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και κυρίως την περίοδο της τουρκοκρατίας, οικισμών σε ορεινές, ασφαλείς περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό η Κρεμαστή υπήρξε ο παλαιότερος από τους σημερινούς οικισμούς. Από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε η πιο συστηματική ανασυγκρότηση των οικισμών με την μετακίνηση κατοίκων της κατεστραμμένης από τον Ιμπραήμ Κρεμαστής αλλά και με μετανάστες που ήλθαν στον Ζάρακα από τα γύρω μέρη της Λακωνίας καθώς και από τα κοντινά νησιά (Ύδρα & Σπέτσες) ακόμα και από την Κρήτη. Η συγκρότησή τους, γίνεται κάτω από τα παλιά κάστρα, κοντά στις «παλιοχώρες» & γύρω από τα πρόχειρα κτίρια (καλύβια ή μονόσπιτα) που είχαν κατασκευαστεί για να στεγάσουν προσωρινά όσους μετακόμιζαν από ορεινούς ή και άλλους οικισμούς για αγροτικές ή άλλες εργασίες. Ας δούμε και μερικά χαρακτηριστικά κτίρια της τοπικής αρχιτεκτονικής, σημειώνοντας ότι στην περιοχή αυτή εκτός από τους εντόπιους τεχνίτες είχαν δραστηριοποιηθεί και πετρομάστορες από την Ύδρα και τις Σπέτσες καθώς και από την Κυνουρία. Θα ξεκινήσουμε από την Κρεμαστή (ΔΙΑΦ.22). που είναι ένας από τους παλαιότερους οικισμούς, ο οποίος είχε αναπτυχθεί από την υστεροβυζαντινή περίοδο και από τον οποίο, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, μετακινήθηκαν κάτοικοί της στους πεδινότερους οικισμούς του Ζάρακα, τη Ρηχιά, το Λαμπόκαμπο, τα Πιστάματα. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 860 μέτρων κοντά σε ελατοσκεπασμένες βουνοκορφές. Το 1661 η Κρεμαστή αριθμεί 3.500 κατοίκους όπως αναφέρει η απογραφή των Ενετών. Διατηρεί στενές εμπορικές σχέσεις με τα νησιά Σπέτσες Ύδρα μέσω λιμανιού στο Κυπαρίσσι, που τους προμηθεύει κτηνοτροφικά προϊόντα, κρασί και στάρι. Πιο μετά το εμπόριο επεκτάθηκε ως την Αλεξάνδρεια όπου τους προμήθευε βελανίδια απαραίτητα για βαφές υφασμάτων. To 1870 αρχίζει η μετανάστευση στην Αμερική. Τα φτωχά εκείνα χρόνια βρέθηκαν στην Αμερική αρκετοί Κρεμαστιώτες που πρόκοψαν αλλά δεν λησμόνησαν την πατρίδα τους, πολλοί επέστρεψαν στο χωριό ενίσχυσαν την οικονομία του τόπου τους και έτσι η Κρεμαστή γνώριζε μεγάλη ακμή τα χρόνια 1900-1960. Στη διαφάνεια βλέπουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδοσιακά κτίρια, τόσο από την Κρεμαστή, όσο και από τους οικισμούς της Αριάνας, του Χάρακα, του Λαμπόκαμπου και του Λιμένος του Γέρακα. Όπως βλέπει κανείς όλα τα κτίρια ανήκουν στον τύπο του ανωγοκάτωγου μακριναριού, με μικροδιαφοροποιήσεις φυσικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η φωτογραφία επάνω αριστερά, όπου απεικονίζεται μία κυκλική καλύβα με οξυκόρυφη ξύλινη στέγη καλυμμένη με χόρτα. Την λέγαν «Τούρλα» και αποτελούσε πρόχειρο κατάλυμα των κτηνοτρόφων όταν κατέβαιναν στα χειμαδιά. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στη Ρηχειά (ΔΙΑΦ.23), η οποία πέραν των άλλων αποτελεί και τόπο καταγωγής της Σταυρούλας Λάββα. Η συγκρότησή τους και της Ρηχιάς, γίνεται κάτω από το παλιό κάστρο, κοντά στις «παλιοχώρες» & γύρω από τα πρόχειρα κτίρια (καλύβια ή μονόσπιτα) που είχαν κατασκευαστεί για να στεγάσουν προσωρινά όσους μετακόμιζαν από ορεινούς ή και άλλους οικισμούς για αγροτικές ή άλλες εργασίες. Ο οικισμός δεν είναι συμπαγής αλλά συγκροτείται από γειτονιές που αντιστοιχούν κατά κανόνα στις επιμέρους οικογένειες που εποικούν τον χώρο,. Στην Ρηχιά εγκαταστάθηκαν, ανάμεσα σε άλλους , οι οικογένειες Φριντζίλα & Πετρουτσά από τις Σπέτσες, οι Κοκκοραίοι από την Αρκαδία (μέσω Γοράνων Λακεδαίμονος), από την Καταβόθρα η οικογένεια Μπέλεση κλπ. Στη διαφάνεια βλέπουμε μερικά χαρακτηριστικά κτίρια της Ρηχειάς. Κάτω αριστερά βλέπουμε δύο χαμηλά μονόσπιτα και αριστερά ένα τυπικό ανωγοκάτωγο μακρινάρι με τον λιακό του μπροστά. Επάνω δεξιά βλέπουμε δύο τυπικά δίπατα κτίρια με τα δύο παράθυρά τους στην όψη. Στο κέντρο είναι ένα νεότερο κτίριο, κτισμένο περί τα τέλη του 19ου αιώνα με επιμελημένη την λιθοδομή και την διαμόρφωση των ανοιγμάτων. Εδώ στον όροφο παρατηρούμε ότι υπάρχουν τρία ανοίγματα, δύο παράθυρα και μία εξωστόθυρα που οδηγεί σε έναν μικρό εξώστη. Όπως αντιλαμβάνεστε εδώ έχουμε επιρροές νεοκλασικής τυπολογίας. Επάνω αριστερά βλέπουμε δύο κτίρια με χρωματισμένα τα πεταχτά επιχρίσματα με γαιώδη χρώματα και λευκά πλαίσια στα ανοίγματα. Εδώ έχουμε επιρροές από τους σχετικά κοντινούς οικισμούς των Παπαδιανίκων & του Ασωπου, για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα. Το κτίριο με την ώχρα παρατηρούμε ότι σε κάτοψη έχει σχήμα «Γ». Πράγματι όταν οι χώροι του τυπικού ανωγοκάτωγου μακριναριού δεν επαρκούσαν κατασκεύαζαν άλλο ένα κάθετα σε αυτό και σχεδόν ποτέ δίπλα σε αυτό. Στην διαφάνεια αυτή (ΔΙΑΦ.24), σας παρουσιάζω τα σχέδια αποτύπωσης ενός χαμώγειου μονόσπιτου, από μελέτη που είχαμε συντάξει προκειμένου αφ΄ενός να χαρακτηριστεί ως μνημείο προυφιστάμενο του 1830 και αφ΄ετέρου να συνταχθεί η μελέτη επισκευής και αναστήλωσής του. Επειδή οι αρχαιολόγοι δεν μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την χρονολόγηση με βάση τα δομικά και τυπολογικά στοιχεία του κτιρίου αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε την συνδρομή του Δημόκριτου, οι επιστήμονες του οποίου μετά από σχετικές μετρήσεις μας επιβεβαίωσαν. Κτίρια του τύπου αυτού συναντάμε και σε άλλες περιοχές του Ζάρακα. Στην εγγύς περιοχή της Ρηχιάς παρατηρείται επίσης και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ληνών (ΔΙΑΦ.25) (πατητήρια σταφυλιών για παραγωγή οίνου). Ο Θοδωρής Κόκκορης έχει εντοπίσει και καταγράψει εξήντα έξη (66) ληνούς. Aρκετοί από αυτούς υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν ήδη κατά την βυζαντινή περίοδο και με την επανοίκηση της Ρηχιάς στα τέλη του 18ου αιώνα κάποιοι από αυτούς επισκευάστηκαν ενώ κτίστηκαν και άλλοι από την αρχή. Πρόκειται για κτίρια κατά κανόνα ισόγεια, υπάρχουν όμως και μερικά διώροφα και όλα είναι λιθόκτιστα και καμαροσκεπή στο ισόγειο.. Πέραν αυτών συναντάμε και λίγους ληνούς που ήταν ασκεπείς και είχαν μόνο το πατητήρι, διαμορφωμένο και αυτό, περιμετρικά με τοιχοποιία λιθοδομής. Τα πατητήρια εσωτερικά είναι επιχρισμένα με υδραυλικό κονίαμα – κουρασάνι. Η ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού ληνών οφείλεται ότι στην περιοχή γινόταν από παλιά εκτεταμένη καλλιέργεια αμπελιών και κατ’ επέκταση παραγωγή οίνου. Πριν αφήσουμε τον Ζάρακα θα πάμε στο Κυπαρίσσι. (ΔΙΑΦ.26). Το Κυπαρίσσι ο βορειότερος παραλιακός οικισμός της Λακωνίας απαρτίζεται από τρεις επί μέρους οικισμούς, τον Σταυρό, την Μητρόπολη και την Παραλία, τον παραλιακό οικισμό, στον οποίο τα ασπρισμένα κτίρια παραπέμπουν στην αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική. Και αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί η οδική σύνδεση με τους λοιπούς οικισμούς της Λακωνίας άργησε πολύ να κατασκευαστεί και η επικοινωνία με τον «έξω κόσμο» γινόταν διά θαλάσσης. Στην διαφάνεια παρουσιάζονται χαρακτηριστικές φωτογραφίες κτιρίων της Παραλίας, μερικά από τα οποία έχουν αναγερθεί στα μέσα του 19ου αιώνα (βλέπε πινακίδες). Δ.02.03. Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ VΙ * Οι Μολάοι και η ευρύτερη περιοχή τους Τώρα θα πάμε στην επόμενη οικιστική ενότητα, την 6η, που βρίσκεται δυτικά, στον Λακωνικό κόλπο και στην πρωτεύουσά του, (ΔΙΑΦ.27) τους Μολάους που είναι χτισμένοι σε υψόμετρο 200 μέτρων, δυτικά της ομώνυμης πεδιάδας. Στην πεδιάδα αυτή είχαν κατασκευάσει το 1941 οι Γερμανοί αεροδρόμιο από το οποίο απογειώθηκαν τα αεροπλάνα για την επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης. Το όνομα του οικισμού προέκυψε από παραφθορά της λατινικής λέξης mola που σημαίνει μύλος. Ο οικισμός, με μια μικρή παραφθορά του ονόματος - στον τύπο Mola - απαντάται για πρώτη φορά σε κείμενο του 1209 και συγκεκριμένα στη λεγόμενη Συνθήκη της Σαπιέντζας. Η συνθήκη αυτή είχε συναφθεί ανάμεσα στο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, ηγέτη των Φράγκων, και στους Βενετούς οι οποίοι βοήθησαν τους Σταυροφόρους στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στην κατάκτηση του Μορέως. Στη Συνθήκη αυτή οριοθετούνται το Πριγκηπάτο και οι κτήσεις των Βενετών, και σε κάποιο σημείο της ο Γοδεφρείδος δηλώνει ότι «... έχει ήδη στην κατοχή του την πόλη Mola, ενώ το σύνολο της Λακεδαίμονος...» Στην διάρκεια των Ορλωφικών οι Μολάοι έπαθαν μεγάλες καταστροφές από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Απελευθερώθηκαν σχεδόν με το ξεκίνημα της επανάστασης του 1821, άλλα καταστράφηκαν και αυτοί, το 1825 από επιδρομή του Ιμπραήμ στην περιοχή. Ο πληθυσμός των Μολάων ήταν περί το 1700, σύμφωνα με την απογραφή Grimani, 538 κάτοικοι, όταν , η Μονεμβασία, πρωτεύουσα του “Τerritorio de Malvasia” είχε 1.622 κατοίκους, η παρακείμενη Συκιά 628 κατοίκους, η Κρεμαστή, στον Ζάρακα, 1.465 και το Φαρακλό, στα Βάτικα, 1.094 κατοίκους. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία αυτά οι Μολάοι ήταν ένας μεσαίου μεγέθους οικισμός. Περί το 1828, σύμφωνα με τα στοιχεία καταγραφής, και μετά την επέλαση του Ιμπραήμ (κάηκαν περί τα 80 σπίτια), ο πληθυσμός των Μολάων ήταν «Οικογένειαι αυτόχθονες και πάροικοι 56, ψυχαί 235» Η ανάπτυξη των Μολάων άρχισε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οπότε και εξελίσσονται σε διοικητικό κέντρο, αρχικά ως έδρα του Δήμου Ασωπού και από το 1864 ως έδρα της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς. Ενδεικτικά αναφέρεται σύμφωνα με την απογραφή του 1920 οι Μολάοι έχουν πληθυσμό 1.858 κατοίκων, το 1940 3.000 και το 2011 περί τους 4.000 κατοίκους. Οι Μολάοι από το 2011 αποτελούν έδρα του «Καλλικρατικού» Δήμου Μονεμβασιάς. Η ανάπτυξη της πόλης, πλέον, των Μολάων συνεχίστηκε και εντάθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εντεύθεν, και εκτός από Διοικητικό Κέντρο μετεξελίχθηκε και σε Εμπορικό Κέντρο & Κέντρο Παροχής Υπηρεσιών. O οικισμός των Μολάων, περί το 1955, όντας πλέον έδρα της Επαρχίας Επιδαύρου Λιμηρά και το κύριο οικιστικό κέντρο της περιοχής, απέκτησε Σχέδιο Πόλης. Στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης» απέκτησε Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο & συντάχθηκε και Πολεοδομική Μελέτη με τα οποία πέραν των άλλων προβλέφθηκαν και οι απαραίτητοι κοινόχρηστοι & κοινωφελείς χώροι, απαραίτητοι για την ισόρροπη ανάπτυξή τους. Στη διαφάνεια βλέπουμε μερικά χαρακτηριστικά κτίρια του οικισμού των Μολάων. Στην κάτω σειρά είναι τυπικά ανωγοκάτωγα μακρινάρια, με τον χαρακτηριστικό λιακό και την πέτρινη σκάλα και ένα αρχοντικό σε σχήμα «Γ». Στην επάνω σειρά υπάρχουν φωτογραφίες νεοκλασικών κτιρίων. Νεοκλασικά κτίρια που αναγέρθηκαν αρχές του 20ου αιώνα βρίσκουμε και στα επαρχιακά ημιαστικά κέντρα. Στην ευρύτερη περιοχή των Μολάων είχαν αναπτυχθεί και άλλοι σχετικά δυναμικοί οικισμοί που εξακολουθούν και σήμερα να είναι «ζωντανοί», όπως η Συκιά, η Μεταμόρφωση, το Φοινίκι, η Αγγελώνα, ο Άγιος Δημήτρης, και οι Βελλιές. Δυτικά από τους Μολάους σε μικρή απόσταση βρίσκεται ο παραλιακός οικισμός της Ελιάς ο οποίος τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική οικιστική ανάπτυξη, λειτουργώντας ως παραθεριστικός οικισμός. Και στους οικισμούς αυτούς συναντάμε τα τυπικά ανωγοκάτωγα μακρινάρια, της ειδικής τυπολογίας της περιοχής. Νοτιοανατολικά των Μολάων (ΔΙΑΦ.28) και κοντά στα ερείπια της βυθισμένης πόλης του Ασωπού, βρίσκετε τον δίδυμο των οικισμών Ασωπού και Παπαδιανίκων. Πρόκειται για οικισμούς που αναπτύχθηκαν εντονότερα μετά το 1830. Στους οικισμούς αυτούς μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κτίρια κατοικιών τους. Λευκά πλαίσια από τριπτό επίχρισμα στα ανοίγματα. Οριζόντιες ταινίες επίσης λευκές από το επίχρισμα κάτω από την έδραση της στέγης και κατακόρυφες στις γωνίες με σκερτσόζικη ένωση της κατακόρυφης και της οριζόντιας ταινίας. Το πεταχτό επίχρισμα είναι χρωματισμένο με έντονα χρώματα, ώχρα, κεραμιδί, μαύρο κάποιες φορές. Παλιά στα κτίρια εξωτερικά οι λιθοδομές ήταν αρμολογημένες, αλλά όπως λένε οι ντόπιοι, περί το 1920 ένας τεχνίτης από τη Δαιμόνια άρχισε να εφαρμόζει την τεχνική που προαναφέραμε. Τώρα θα κάνουμε μια στάση στο Κάστρο της Μονεμβασίας. (ΔΙΑΦ.29) Το κάστρο της Μονεμβασίας είχε δημιουργηθεί από τους βυζαντινούς και την περίοδο της Φραγκοκρατίας κετλήφθη από τους Φράγκους. Περί το 1250, όταν οι βυζαντινοί σε μάχη στην Πελαγονία της Μακεδονίας συνέλαβαν τον Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, προκειμένου να αφεθεί αυτός ελεύθερος, οι Φράγκοι παραχώρησαν στους βυζαντινούς την κυριαρχία του κάστρου της Μονεμβασίας καθώς και αυτά του Γερακίου και του Μυστρά . Όπως συνέβη και στα άλλα δύο κάστρα κάτω από αυτά, όπου το έδαφος το επέτρεπε, άρχισε να δημιουργείται η Κάτω Πόλη, οχυρωμένη και αυτή με τείχη. Από εδώ, μετά τους Βυζαντινούς, πέρασαν οι Οθωμανοί, οι Ενετοί και πάλι οι Οθωμανοί, αφήνοντας ο καθένας τα ίχνη του. Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, η ζωή συνεχίστηκε στην Κάτω Πόλη, όμως η δυσκολία κυκλοφορίας και άλλοι παράγοντες ανάγκασαν τους κατοίκους να μετακομίζουν σε γειτονικές ή και πιο μακρινές πόλεις. Τα κτίρια άρχισαν να καταρρέουν. Μετά το 1960, κάποιοι ξένοι στην αρχή αλλά και Έλληνες αργότερα, άρχισαν να αγοράζουν τα παλαιά κτίρια. Εκείνη την εποχή άρχισε να δραστηριοποιείται στο κάστρο το ζεύγος των αρχιτεκτόνων, η Χάρις και ο Αλέξανδρος Καλλιγάς. (ΔΙΑΦ.30) Οι αρχιτέκτονες αυτοί, στην αρχή, αλλά και άλλοι, αργότερα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, κάτω από τον αυστηρό έλεγχο των αρμοδίων της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, άρχισαν να επισκευάζουν και να αναστυλώνουν τα κτίρια, ξαναζωντανεύοντας έτσι τον οικισμό. Στην διαδικασία αυτή, εκτός από τους αρχιτέκτονες, καθοριστικός ήταν και ο ρόλος των ντόπιων πρωτοπόρων μαστόρων. Του πετρουμάστορα μπάρμπα Μήτσου Τραϊφόρου από το γειτονικό Αγιάννη. Του επιμελή και εφευρετικού κατασκευαστή στεγών Χρήστου Αρκούδη από τις Βελιές. Σήμερα οι αξίες έχουν απογειωθεί. Η Μονεμβασία είναι πλέον γνωστή σε όλο τον κόσμο και προσελκύει πολλούς επισκέπτες όλο τον χρόνο. Για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών, έχουν δημιουργηθεί ενδιαφέροντες ξενώνες, καφέ διάφορα, εστιατόρια - ονομαστό ήταν το εστιατόριο της Ματούλας Ρίτσου που λειτουργεί και σήμερα. Ο κεντρικός δρόμος του οικισμού, από την Πύλη μέχρι την πάνω πλατεία, το Κανόνι, με τα χαρακτηριστικά μαγαζιά έχει ξαναζωντανέψει. (ΔΙΑΦ.31) Στις διαφάνειες είδαμε μερικές γενικές απόψεις της Κάτω Πόλης κάποια κτίρια, παλαιότερα και νεότερα. Θα ολοκληρώσουμε (ΔΙΑΦ.32) την αναφορά μας στην 6η οικιστική ενότητα του Πάρνωνα, βλέποντας εικόνες από τους πεδινούς οικισμούς της Δαιμόνιας και της Ελίκας αλλά και από μερικούς χαρακτηριστικούς οικισμούς που είχαν αναπτυχθεί στα ορεινά της περιοχής αυτής, όπως είναι τα Κουλέντια, ο Άγιος Μάμας και τά Λυρά. Στις φωτογραφίες που παρουσιάζονται στη διαφάνεια αυτή, βλέπουμε ότι και εδώ επικρατεί ο τύπος της παραδοσιακής κατοικίας του ανωγοκάτωγου μακριναριού. Δ.02.04. Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ VΙΙ * Τα Βάτικα Στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου και το ανατολικό ακρωτήρι της Λακωνίας, ο Κάβο Μαλιάς, αναπτύσσεται η περιοχή των Βατίκων. Τα Βάτικα έχουν ιστορία πολλών χιλιάδων ετών. Πλήθος ευρημάτων μαρτυρούν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε όλες τις ιστορικές εποχές. Η παραθαλάσσια Νεάπολη Βοιών (ΔΙΑΦ.33) είναι ο μεγαλύτερος ημιαστικός οικισμός της περιοχής των Βατίκων, ήταν έδρα του δήμου Βοιών, και σήμερα ανήκει στο δήμο Μονεμβασιάς. Βρίσκεται στην θέση της αρχαίας πόλης των Βοιών, Οι Βοιαί ήταν μια αρχαία πόλη, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ του 1050 π.Χ. και του 950 π.Χ. από τον Ηρακλείδη Βοία, ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, το οποίο απαρτιζόταν από 18 πόλεις. Η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων ως εμπορικό λιμάνι, αλλά μέχρι την ύστερη αρχαιότητα είχε παρακμάσει. Η σημερινή πόλη άρχισε να αναπτύσσεται και αυτή μετά το 1830 και κυρίως μετά το 1862, όταν συντάχθηκε και εγκρίθηκε το πρώτο της ρυμοτομικό σχέδιο, που κάλυπτε την κεντρική περιοχή του σημερινού οικισμού. Να συμπληρώσουμε εδώ ότι και στην Νεάπολη έχει συνταχθεί στο πλαίσιο της Ε.Π.Α. 82-84, Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, Πολεοδομική Μελέτη Επέκτασης – Αναθεώρησης και Πράξη Εφαρμογής του σχεδίου των περιοχών Επέκτασης. Τέλος έχει συνταχθεί και ΣΧΟΑΠ που καλύπτει την εδαφική περιφέρεια του τέως Δήμου Βοιών. Όπως βλέπουμε και στη διαφάνεια στην Νεάπολη, πέραν των απλών κτιρίων της τυπικής παραδοσιακής οικίας (Εικ.33-02) συναντάμε και κτίρια νεοκλασικής τυπολογίας (Εικ.33-03). Στην Εικ.33-04 βλέπουμε τμήμα του παραλιακού μετώπου όπως ήταν στις αρχές του 20ου αιω. Και στην διπλανή της βλέπουμε πως είναι σήμερα. Τα περιγράμματα των αρχικών κτιρίων έχουν παραμείνει αλλά έχουν γίνει διάφορες επεμβάσεις, κυρίως με την κατασκευή εξωστών από σκυρόδεμα. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι πλέον εμφανείς στο κτίριο των Εικ.33-07 & 08, όπου βλέπουμε πως ένα καθαρά νεοκλασικό κτίριο μετατράπηκε σε ένα άχρωμο σύγχρονο. Στην Εικ.33-06 φαίνεται ένα τριώροφο επισκευασμένο κτίριο του οποίου η όψεις έχουν διαμορφωθεί με την απόδοση με σύγχρονη γραμμή στοιχείων της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Στα Βάτικα πριν την επανίδρυση και τον εποικισμό της Νεάπολης υπήρχαν αρκετοί οικισμοί που είναι αναπτυγμένοι στις πλαγιές του όρους Κριθίνα. Οι οικισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν περί τα τέλη του 17ου αιω, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, και εξακολουθούν να λειτουργούν και σήμερα. Οι οικισμοί αυτοί (ΔΙΑΦ.34), είναι, η Άνω και η Κάτω Καστανιά, το Λάχι, το Μεσοχώρι, το Φαρακλό, ο μεγάλος οικισμός του Αγίου Νικολάου και ο παραλιακός οικισμός που εφάπτεται στο Μυρτώο πέλαγος, τα Βελανίδια. Όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες της διαφάνειας, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των οικισμών είναι η συμπαγής συγκρότησή τους, η εκτεταμένη χρήση του ασβέστη που καλύπτει, εξωτερικά, τις λιθοδομές, κάτι που παραπέμπει στην αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική. Λόγω της πυκνής δόμησης και της στενότητας του δομήσιμου χώρου του οικισμού οι κατοικίες δεν ακολουθούν πάντοτε την τυπολογία του κλασικού ανωγοκάτωγου μακριναριού. Στο δρόμο για τα Βελανίδια και κοντά στη Νεάπολη είναι το Παραδείσι. Εκεί οι κάτοικοι εκμεταλλευόμενοι τα άφθονα νερά μιάς πηγής στην απότομη πλαγιά, κάτω από αυτή κατασκεύασαν μία σειρά από μικρούς υδρόμυλους, τον ένα κάτω από τον άλλο. Ευτυχώς έχουν διατηρηθεί και κάποιων τα κτίρια έχουν επισκευαστεί. Μετά την απελευθέρωση άρχισαν και εδώ να αναπτύσσονται οικισμοί και στις πεδινές εκτάσεις νότια του όρους όπως ο Κάμπος, οι Άγιοι Απόστολοι, ο Άγιος Γεώργιος και τα Βιγκλάφια. Απέναντι από τα Βιγκλάφια είναι η Ελαφόνησος, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη, μιάς και μαζί με την Μονεμβασία αποτελούν σημαντικούς προορισμούς τουριστών, εντόπιων και ξένων. Εδώ ολοκληρώθηκε η περιήγησή μας στους διάφορους οικισμούς του Πάρνωνα. Παρ΄όλες τις κακότεχνες και κακόγουστες επεμβάσεις που έχουν γίνει, στο όνομα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού, έχουν παραμείνει σχεδόν σε όλους τους οικισμούς, σε άλλους περισσότερα, σε άλλους λιγότερα, κτίρια χαρακτηριστικά της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής. Θα το διαπιστώσετε τώρα που θα κατεβείτε στη Λακωνία. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η κατοίκηση της περιοχής αυτής σε βάθος χρόνου, πέρα από τα ενδιαφέροντα κτίρια κατοικίας έχει πλουτίσει τον χώρο και με αξιόλογα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπως, ναών, ιερών μονών, κτιρίων εκπαίδευσης και διοίκησης αλλά και με ενδιαφέροντα κτίρια παραγωγικών δραστηριοτήτων, στα οποία ο χρόνος δεν μου επέτρεψε να αναφερθώ. Ε. ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Μιάς και είμαστε αρχιτέκτονες θα τελειώσω την σημερινή μου ομιλία με την κωδικοποιημένη παρουσίαση των διαφόρων επί μέρους δομικών στοιχείων των παραδοσιακών κτιρίων. Οι περιμετρικοί τοίχοι (ΔΙΑΦ.35), είναι κατασκευασμένοι από λιθοδομή με την χρήση ακατέργαστων λίθων, κυρίως ασβεστολίθων και επιμελημένα επεξεργασμένων μαρμάρινων λίθων ή πωρόλιθων, στις νότιες περιοχές του Πάρνωνα, που τοποθετούνται στις γωνίες και στα πλαίσια των ανοιγμάτων. Συνεκτική ύλη, στην κατασκευή των λιθοδομών, είναι το ασβεστοκονίαμα αλλά και ο πηλός, είτε για λόγους οικονομίας είτε λόγω της έλλειψης ασβεστόλιθου για την παραγωγή ασβέστη . Η χρήση ενισχυτικών ξυλοδεσιών είναι σπάνια στα κτίρια της περιοχή αυτής. Οι τοίχοι λιθοδομής εσωτερικά είναι επιχρισμένοι και εξωτερικά αρμολογημένοι. Οι εσωτερικοί τοίχοι (ΔΙΑΦ.36), κατασκευάζονται από μπαγδατί, δηλαδή τοίχους με ξύλινο σκελετό που αμφίπλευρα καλύπτονται με επίχρισμα οπλισμένο με άχυρο ή γίδινες τρίχες. Το πάτωμα του ορόφου, (ΔΙΑΦ.37), κατασκευάζεται με ξύλινα δοκάρια πάνω στα οποία πατούν φαρδιές ξύλινες σανίδες, εκτός από τον χώρο του χειμωνιάτικου όπου, μίας και αποτελεί την άνω παρειά του υποκείμενου ισόγειου θόλου, το δάπεδο είναι συνήθως πλακοστρωμένο και μερικές φορές πατημένο χώμα, Όταν δεν υπήρχε θόλος και το πάτωμα και το δάπεδο στο χειμωνιάτικο ήταν ξύλινο, κάτω από το τζάκι τοποθετούσαν χώμα μέσω μιάς ειδικής υποδοχής (βλέπε φωτογραφία κάτω δεξιά). Η στέγη, (ΔΙΑΦ.38), κατά κανόνα τρίρριχτη με το αέτωμα στο μέρος του χειμωνιάτικου, κατασκευάζεται με ξύλινα ζευκτά (Εικ.38-01 / 02 ) πάνω στα οποία πατούν σανίδες ή καλάμια στα οποία εδράζεται η επικάλυψη είτε με σχιστόπλακες, κυρίως στους ορεινούς οικισμούς του Πάρνωνα (Κοσμάς κλπ), είτε με κεραμίδες (Εικ.38-04), ανάλογα με το υλικό που υπήρχε στην περιοχή. Η οροφή, στο ανώτερο επίπεδο του κτιρίου μορφώνεται είτε με ξύλινα ταβάνια (Εικ.38-10), απλά ή περίτεχνα όταν οι οικονομικές δυνατότητες των ιδιοκτητών το επέτρεπαν , είτε με μπαγδατί από τριφτό επίχρισμα. Μερικές φορές παραμένει, εσωτερικά, η στέγη εμφανής (Εικ.38-01). Τα τέρματα των λιθοδομών κατά κανόνα έχουν το ίδιο πάχος με αυτό των λιθοδομών. Πολλές όμως φορές για να απομακρυνθούν τα όμβρια νερά πιό μακριά από τους τοίχους, διαμορφώνεται μία μικρή λίθινη προεξοχή (Εικ.38-07) ή η διαμόρφωση αυτή γίνεται με δύο - τρεις σειρές κεραμιδιών (Εικ.38-09). Σε πολλούς οικισμούς του Πάρνωνα, οι οποίοι δεν είχαν πηγαία νερά, υπήρχε ειδική κατασκευή για την συλλογή των ομβρίων, με την δημιουργία μόνιμης διαμήκους, με ελαφρά κλίση, υδρορροής και την παροχέτευσή τους σε υπόγειες δεξαμενές. Η μόνιμη αυτή υδρορροή δημιουργούνταν με την τοποθέτηση πάνω στην εξωτερική παρειά του τοίχου, με κλίση, σειράς κεραμιδιών (Εικ.38-08). Στο Κάστρο, όμως της Μονεμβασίας η διαμόρφωση αυτών των διαμήκων υδρορροών γινόταν με έναν άλλο τρόπο (Εικ.38-05). Το άνω τμήμα του εξωτερικού τοίχου της λιθοδομής είχε μικρότερο πάχος και στην πατούρα που δημιουργούταν διαμόρφωνα την υδρορροή και πάλι με την χρήση κεραμιδιών. Η κατασκευή αυτή έδινε και ιδιαίτερο μορφολογικό χαρακτήρα στα κτίρια της Κάτω Πόλης της Μονεμβασίας. Τα ανοίγματα (ΔΙΑΦ.39), μορφώνονται με γωνιόλιθους από επιμελημένα επεξεργασμένο ασβεστόλιθο ή πωρόλιθο. Περιμετρικά οι γωνιόλιθοι αυτοί, που πάντοτε είχαν πάχος 14 εκ., εσωτερικά, δημιουργούσαν μία εσοχή περί τα δέκα εκατοστά, όπου τοποθετείται η κάσα του ξύλινου κουφώματος η οποία όμως συνδέεται με τα εξωτερικά αγκωνάρια με μεταλλικούς συνδέσμους. Τα κουφώματα είναι πάντοτε ξύλινα. Στα παράθυρα τα σκούρα τις περισσότερες φορές τοποθετούνται εσωτερικά και είναι καρφωτά και μερικές φορές ψευδοταμπλαδωτά. (ΔΙΑΦ.40). Οι πόρτες, ξύλινες και αυτές, καρφωτές με φαρδιές σανίδες, ταμπλαδωτές ή ψευδοταμπλαδωτές. Ένα ακόμα (ΔΙΑΦ.41), χαρακτηριστικό στοιχείο των παραδοσιακών κτισμάτων αποτελούν οι αυλόπορτες. Εξωτερικά το άνοιγμα διαμορφώνεται με αγκωνάρια και χαμηλό τόξο στο υπέρθυρο, το οποίο εδράζεται σε λαξευμένα επιμελώς κεφαλοκόλωνα. Απαραίτητο (ΔΙΑΦ.42), στοιχείο των κουφωμάτων αποτελούν και τα σιδηρικά τους. Μεντεσέδες και πόμολα φτιαγμένα στο καμίνι του «γύφτου». Στη διαφάνεια φαίνεται επίσης και ο τρόπος σύνδεσης της κάσας με τα εξωτερικά αγκωνάρια, μέσω των ειδικών μεταλλικών συνδέσμων, καθώς και η μεταλλική αμπάρα. Επίσης, κάτω δεξιά βλέπετε και ένα «ποδόμακτρο», για τον καθαρισμό των παπουτσιών από τις λάσπες. ΣΤ. ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΏΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Πριν ολοκληρώσω την ομιλία μου, να αναφερθώ και στους τεχνίτες που δούλεψαν και μόχθησαν για την κατασκευή των τόσο ενδιαφερόντων παραδοσιακών κτιρίων (ΔΙΑΦ.43). Στην βορειοανατολική περιοχή της Λακεδαίμονας, (οικιστική ενότητα ΙV) εκτός από τα συνεργεία των Λαγκαδιανών μαστόρων συναντάμε και συνεργεία Μακεδόνων μαστόρων. Ο πετρομάστορας Ρηγόπουλος Αναστάσης, Λαγκαδιανός που είχε εγκατασταθεί στην Βαμβακού, είχε αναφέρει ότι στο κάτω χωριό είχαν δουλέψει και Μακεδόνες μαστόροι. Επίσης στην περιοχή αυτή συναντάμε και συνεργεία μαστόρων από τα ορεινά της Κυνουρίας (Καστρί, Πραστός, Άγιος Πέτρος κ.α.). Στην περιοχή της τέως Επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, δούλεψαν Κυνουριάτες μαστόροι (ονομαστός ήταν ο πετρομάστορας Φαρμασώνης, έργα του οποίου συναντάμε και στο Ξηροκάμπι), Υδραίοι & Σπετσιώτες, λίγοι Λαγκαδιανοί αλλά και ντόπιοι μαστόροι που κύρια προέρχονταν από τα Παπαδιάνικα, τα Κουλέντια (οι Κοντάκος Βασίλης & Μάρκου Θοδωρής & Δημήτρης), την Δαιμονιά (ο Μαυρομάτης) τον Άγιο Ιωάννη Μονεμβασίας (ο Δημήτρης Τραϊφόρος που κύρια εργάστηκε στο Κάστρο της Μονεμβασίας ). Στα συνεργεία που δούλεψαν στην Πελοπόννησο αναφέρεται διεξοδικά και ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος στο βιβλίο του «ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΟΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ». Στην παρακάτω διαφάνεια φαίνονται επίσης και χαρακτηριστικά κτίρια των επί μέρους περιοχών της Λακωνίας, όπου μπορεί κανείς να δει και τα ιδιαίτερα τυπολογικά στοιχεία των κτιρίων. Ζ. ΕΠΙΣΚΕΥΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ & ΝΕΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Την ομιλία μου θα κλείσω με μία πολύ σύντομη αναφορά στις νέες κατασκευές σε παραδοσιακούς οικισμούς και σε επεμβάσεις σε υπάρχοντα παραδοσιακά κτίρια. Σας παρουσιάζω μερικά δείγματα κατασκευών που δεν ακολουθούν πιστά τα κυρίαρχα στοιχεία των τυπικών παραδοσιακών κτιρίων, αλλά παίρνοντας αυτά σαν βάση, με την χρήση σύγχρονων υλικών μετασχηματίζουν τις μορφές και παρουσιάζουν νέες συνθέσεις του σήμερα. Εξ άλλου εάν περπατήσουμε τους οικισμούς θα δούμε ότι οι κατασκευές είχαν εξελιχθεί. Δεν είχαν μείνει στα στερεότυπα του 19ου αιω. Θα βρούμε κατασκευές που είχαν γίνει μέχρι και την δεκαετία του 1950 οι οποίες δεν μας σοκάρουν. Θα δούμε νεοκλασικά κτίρια, θα δούμε κτίρια ανωγωκάτωγα μακρυνάρια που έχουν επηρεαστεί από τα νεοκλασικά, θα δούμε και κάποια επηρεασμένα από το Bauhaus. Εν τέλει βλέπουμε ότι υπήρξε μία εξέλιξη στις αρχιτεκτονικές κατασκευές. Στις φωτογραφίες [44-01 & 44-02] βλέπουμε την επέμβαση σε ένα ισόγειο κτίριο στα Παπαδιάνικα (μελέτη Γ. Γιαξόγλου). Η λιθοδομή παρέμεινε εμφανής. Το σενάζ απλώς επιχρίστηκε με το ίδιο υλικό του αρμολογήματος και πάνω σε αυτό δημιουργήθηκε το λούκι συλλογής των ομβρίων. Στην Εικ.44-03 φαίνεται ένα νέο ισόγειο κτίριο με ορθογώνια κάτοψη, με αετωματική λιθοδομή στο πίσω μέρος και λιθοδομές στις άλλες τρεις πλευρές μέχρι το ύψος των 3.00 μ. περίπου και πέραν αυτού, σε εσοχή τοίχο επιχρισμένο. Στην Εικ.44-04 έχει ογκοπλαστική σύνθεση με ορθογωνικής κάτοψης κτίρια που επιχρίστηκαν με κονιάματα με έντονα παραδοσιακά χρώματα, υπάρχουν εμφανή σκυροδέματα και για την κατασκευή των εξωστών έχουν χρησιμοποιηθεί μεταλλικά στοιχεία. Στις φωτογραφίες 44-03, 44-04 & 44-11 παρατίθενται άλλα τρία έργα του γραφείου μου. Στη φωτογραφία 44-05 βλέπουμε προσθήκες με χρήση μεταλλικών στοιχείων σε υπάρχον ανωγωκάτωγο μανρινάρι, που είναι στα Βρέσθενα. Έργο του αρχιτέκτονα Σπύρου Τζινιέρη. Στις φωτογραφίες 44-06/07/08, έχω αποτυπώσει ένα νέο κτίριο που βρίσκεται στην Παραλία στο Κυπαρίσι. Αποτελεί, κατά την γνώμη μου, μία ενδιαφέρουσα σύνθεση. Δυστυχώς δεν γνωρίζω το όνομα του ή της αρχιτέκτονος. Στις φωτογραφίες 44-08/09 βλέπουμε το σχολάζον σήμερα στα Παπαδιάνικα Δημαρχείο του τέως Δήμου Ασωπού. Έργο του αρχιτέκτονα Δημήτρη Διαμαντόπουλου. Όπως βλέπετε οι όγκοι έχουν σπάσει, η υδρορόη πάνω στο περιμετρικό δοκό υπάρχει, στα τελειώματα έχει χρησιμοποιηθεί και πέτρα αλλά και έγχρωμοι σοβάδες. Aπλά χρειάζεται φαντασία και προπαντός υπευθυνότητα……… Ομιλία του Γιώργου Γιαξόγλου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. πηγή spartaarchitecture.blogspot.com View full Άρθρου Link to comment Share on other sites Περισσότερες επιλογές κοινοποίησης...
Recommended Posts
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε ένα σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!
Εγγραφή νέου λογαριασμούΕίσοδος
Έχετε ήδη λογαριασμό? Συνδεθείτε εδώ.
Είσοδος Τώρα